Με τις κυβερνητικές ενέργειες των τελευταίων ετών και ορισμένες αποφάνσεις της Δικαιοσύνης έχει απλωθεί ένα ευρύ φάσμα ανέλεγκτου γύρω από την υπόθεση των υποκλοπών. Το ανέλεγκτο αυτό θέτει σε σοβαρή δοκιμασία τους θεσμούς και τον πολιτικο-οικονομικό βίο της χώρας.
Από τότε που ξέσπασε το σκάνδαλο των υποκλοπών (Αύγ. 2022), και παρά τις σχετικές πρωθυπουργικές παραδοχές και διαβεβαιώσεις ότι θα χυνόταν άπλετο φως στην υπόθεση, η κυβερνητική πλευρά μόνον τη διαλεύκανσή της δεν προώθησε. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο κοινοβουλευτικός έλεγχος της υπόθεσης, ο οποίος, κατόπιν μεθοδεύσεων της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, έκλεισε άδοξα και συνοπτικά. Παράλληλα, σημειώθηκαν περιστατικά κυβερνητικής υπονόμευσης και απαξίωσης των θεσμικών ενεργειών της Αρχής Διαφάνειας Απορρήτου Επικοινωνιών, αλλά και των ευρημάτων της ερευνητικής δημοσιογραφίας.
Άδοξο τέλος –ίσως όμως προσωρινό– είχε και η δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης. Κατά βάσιν, σύμφωνα με το πρόσφατο πόρισμα της Εισαγγελίας του ΑΠ, σειρά υπουργών και κυβερνητικών στελεχών, ο μετέπειτα αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, εισαγγελείς, ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ, δημοσιογράφοι κ.ά. νομίμως παρακολουθήθηκαν για λόγους εθνικής ασφάλειας, ενώ δεν κρίθηκε αναγκαία η ύπαρξη κάποιας ειδικής αιτιολογίας στον εκάστοτε φάκελο περί άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών – σε αντίθεση με όσα επιτάσσει η νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ. Αρκετά δε από τα πρόσωπα που κατέστησαν στόχοι παρακολούθησης (είτε μέσω ΕΥΠ είτε μέσω Predator ή συνδυαστικά) εξακολουθούν να κατέχουν κυβερνητικές θέσεις. Ωστόσο, οι πολίτες της χώρας δεν γνωρίζουν ακόμη, ενώ έχουν αξίωση προς τούτο, αν κορυφαίοι υπουργοί ή ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ αποτέλεσαν πράγματι κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια ή, αντιθέτως, αν παρακολουθήθηκαν αδίκως –που είναι και το πιθανότερο– και για ποιους λόγους συνέβη αυτό. Επιπλέον, θύματα των παρακολουθήσεων δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση στα στοιχεία του φακέλου που τα αφορούνꞏ και τούτο, παρά την πρόσφατη σχετική απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ (αρ. 465/2024), στην οποία αρνείται ουσιαστικά να συμμορφωθεί η ίδια η ΕΥΠ.
Ενόψει των παραπάνω, έχει διαμορφωθεί ένα ζοφερό πλαίσιο ανέλεγκτης δράσης μιας ευαίσθητης κρατικής υπηρεσίας, της οποίας, μάλιστα, πολιτικός προϊστάμενος είναι ο ίδιος ο Πρωθυπουργός. Στις σύγχρονες δυτικές δημοκρατίες υπάρχουν θεσμοί ελέγχου ακόμη και για τέτοιες υπηρεσίες, όσες ιδιαίτερες εγγυήσεις λειτουργίας και αν ευλόγως τις περιβάλλουν. Δεν νοείται να μην υπόκεινται σε ουσιαστικό κοινοβουλευτικό έλεγχο ή να μη λογοδοτούν ενώπιον της Δικαιοσύνης, ιδίως όταν καταγγέλλονται για παραβιάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων που συνδέονται με ακροσφαλείς ερμηνείες της αόριστης έννοιας της «εθνικής ασφάλειας». Δυστυχώς, με ευθύνη κυρίως της κυβέρνησης και του Πρωθυπουργού, έχει δημιουργηθεί στη χώρα ένα μείζον και ασίγαστο θεσμικό-πολιτικό ζήτημα. Και δεν είναι μόνον το κομβικό ερώτημα ποιοι, πώς και γιατί ενορχήστρωσαν ένα ευρύ σύστημα παρακολουθήσεων. Χειρότερο ίσως είναι ότι δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο, κάποια υποκλαπέντα δεδομένα ή πληροφορίες να έχουν περιέλθει στην κατοχή ορισμένων προσώπων, που μπορεί να τα χρησιμοποιούν προς εξυπηρέτηση διαφόρων ιδιωτικών ή άλλων συμφερόντων. Έπειτα, επειδή μέχρι στιγμής δεν υπήρξε ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης και απόδοση συγκεκριμένων ευθυνών, ελλοχεύει ο σοβαρός κίνδυνος επανάληψης τέτοιου είδους πρακτικών στο μέλλον. Και μία φιλελεύθερη δημοκρατία δεν μπορεί να επαφίεται στον χαρακτήρα ή τις διαθέσεις του εκάστοτε κυβερνήτη, αλλά σε συγκεκριμένες θεσμικές δικλίδες ασφαλείας και αποτελεσματικούς μηχανισμούς κοινοβουλευτικού και δικαστικού ελέγχου.
[Δημοσιεύτηκε στο Βήμα της Κυριακής 11.8.24]