Κεφάλαιο παρένθετες μητέρες: Η χρήση παρένθετης μητέρας έχει απασχολήσει αρκετά τον
δημόσιο διάλογο και την επιστημονική κοινότητα και εκφράζονται ποικίλες απόψεις
σχετικές με την βιοηθική ενώ πολλοί μιλούν για εμπορευματοποίηση του γυναικείου
σώματος. Θεωρείτε ότι καταπατούνται τα δικαιώματα των γυναικών και ότι
αντιμετωπίζονται σαν μηχανές αναπαραγωγής;
Ο θεσμός της παρένθετης «μητρότητας» ή, ακριβέστερα, κύησης/κυοφορίας μπορεί να βρίσκεται τελευταία στο επίκεντρο της δημοσιότητας, έχει ωστόσο εισαχθεί στη χώρα μας ήδη από το 2002 με τον ν. 3089 για την Ιατρικώς Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή. Το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο είναι ιδιαίτερα πρωτοποριακό, και μάλιστα με βάση τα διεθνή δεδομένα.
Όσοι εκφράζουν εσχάτως (ή οψίμως) την αντίθεσή τους στη μετατροπή της κυοφόρου γυναίκας σε «μηχανή τεκνοποίησης», στην πραγματικότητα μάλλον αντιτίθενται συνολικά στον θεσμό της παρένθετης κύησης, και όχι μόνον στην τυχόν επέκτασή της στα ομόφυλα ζεύγη. Και υπ’ αυτό το πρίσμα, κανονικά θα έπρεπε να ζητούν την πλήρη κατάργηση του θεσμού. Προσωπικά, διαφωνώ με μία τέτοια επί της αρχής αντίθεση, διότι πιστεύω ότι, κατ’ αρχήν, προβάδισμα θα πρέπει να δίνεται στην ελευθερία αυτοδιάθεσης της γυναίκας σε σχέση με το σώμα της – στον βαθμό, βεβαίως, που η σχετική απόφασή της σχηματίζεται ελεύθερα και βασίζεται σε επαρκή πληροφόρηση. Παράλληλα, όμως, δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς ότι το ζήτημα είναι εριζόμενο διεθνώς (στη Γερμανία λ.χ. ακόμη συζητείται το ενδεχόμενο εισαγωγής του θεσμού). Η αντίθεση, μάλιστα, στην παρένθετη κύηση δεν εκδηλώνεται μόνον από συντηρητικούς κύκλους, αλλά και από σύγχρονα κινήματα μαχητικού φεμινισμού – που εγείρουν τη γενικότερη μομφή της «εμπορευματοποίησης» (commodification) του ανθρώπινου σώματος.
Υπάρχει μια διαφοροποίηση μεταξύ αντρών και γυναικών που βρίσκονται σε ομόφυλη
σχέση κι αυτό συμβαίνει καθώς οι γυναίκες δεν χρειάζονται παρένθετη κυοφόρο, μπορούν
να γεννήσουν μόνες τους. Επομένως ένα θέμα αφορά όσες κάνουν υποβοηθούμενη
αναπαραγωγή με σπέρμα δότη. Και να προσφύγει κανείς στο ευρωπαϊκό δικαστήριο για τη
χρήση παρένθετης μητέρας δεν εγγυάται πως το δικαστήριο θα το επιτρέψει καθώς δεν
υπάρχει ένα ευρωπαϊκό concensus. Υπάρχει κάποια νομική διέξοδος από αυτόν τον νομικό
λαβύρινθο και τι ισχύει στην Ευρώπη;
Κατά την κρατούσα στη χώρα μας θέση, η χρήση της παρένθετης κύησης επιτρέπεται μόνον σε ετερόφυλα ζεύγη ή άγαμες γυναίκες. Έτσι, η χρήση της δεν επιτρέπεται σε ομόφυλα ζεύγη ή μόνους άνδρες – με το σκεπτικό εδώ ότι μόνον η γυναίκα κυοφορεί και γεννά και, άρα, μόνον αυτή μπορεί να εμφανίζει τη σχετική ιατρική αδυναμία. Πάντως, μεγάλο μέρος της θεωρίας δέχεται ορθά, κατά τη γνώμη μου, για λόγους ισότητας των φύλων (βλ. άρθρο 4 § 2 Συντ.), τη δυνατότητα χρήσης του θεσμού και από μόνους άνδρες. Γενικότερα, η δυνατότητα χρήσης του θεσμού μόνον από τα ετερόφυλα ζευγάρια και όχι από τα ομόφυλα που θα συνάπτουν πλέον πολιτικό γάμο θέτει, κατ’ εμέ, ζήτημα άνισης μεταχείρισης, επί τη βάσει του Συντάγματος (άρθρο 4) και ανεξαρτήτως τυχόν παραβίασης της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Και λέω ανεξαρτήτως, γιατί πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), δεν αναγνωρίζεται ειδικό δικαίωμα (ομοφύλων ή ετεροφύλων) στην προσδοκία απόκτησης τέκνου (με παρένθετη κύηση), εντός του πλαισίου του δικαιώματος στην οικογενειακή ζωή (βλ. άρθρο 8 της ΕΣΔΑ), γι’ αυτόν τον λόγο και ο Έλληνας νομοθέτης μπορεί ελεύθερα να νομοθετήσει, αλλά δεν έχει σχετική θετική υποχρέωση εκ της ΕΣΔΑ. Με άλλα λόγια, επειδή ο θεσμός δεν προβλέπεται σε πολλές χώρες, δεν υφίσταται ευρύτερος consensus μεταξύ των κρατών-μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης, κάτι που σημαίνει ότι τα κράτη-μέλη διαθέτουν εν προκειμένω ευρύ «περιθώριο εκτίμησης» (margin of appreciation).
Είναι, πάντως, σημαντική η εξαγγελία του Πρωθυπουργού ότι θα αναγνωρίζονται τα δικαιώματα των παιδιών που έχουν ήδη αποκτήσει ή θα αποκτούν στο μέλλον ομόφυλα ζευγάρια με τη μέθοδο της παρένθετης κύησης στο εξωτερικό. Έτσι, ωστόσο, θα συνεχίσει να ενθαρρύνεται ο «αναπαραγωγικός τουρισμός», στον οποίον μπορούν να επιδοθούν ευχερέστερα οι πιο εύποροι.
Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα και πάλι με τη νομολογία του του ΕΔΔΑ (βλ. απόφαση D.B. και άλλοι κατά Ελβετίας, 2022), αν λάβει χώρα παρένθετη κύηση ομόφυλου ζευγαριού στο εξωτερικό (λ.χ. ΗΠΑ), τότε ο Έλληνας ληξίαρχος θα υποχρεούται να εγγράψει, εντός εύλογου διαστήματος, το παιδί στο όνομα του πατέρα-δότη της παρένθετης κύησης, διότι διαφορετικά θα παραβιάσει το δικαίωμα του παιδιού στη νομική αναγνώρισή του (άρθρο 8 ΕΣΔΑ) – βλ. επίσης και απόφαση Mennesson κατά Γαλλίας (2014).
Αντιστοίχως έχει κινηθεί η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), καθώς, σύμφωνα με το ΔΕΕ, τα κράτη-μέλη της ΕΕ υποχρεούνται να αναγνωρίζουν τους οικογενειακούς δεσμούς μεταξύ ενός ομόφυλου ζευγαριού και του παιδιού τους, εφόσον οι δεσμοί αυτοί έχουν αναγνωριστεί ως οικογένεια σε άλλο κράτος-μέλος. Σύμφωνα, ειδικότερα, με την απόφαση στην υπόθεση C-490/20, Stolichna obshtina, η Βουλγαρία δεν μπορούσε να αρνηθεί να αναγνωρίσει τη γονική σχέση ενός τέκνου για τους σκοπούς της εφαρμογής του δικαίου της ΕΕ περί ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών, με την αιτιολογία ότι το βουλγαρικό δίκαιο δεν προβλέπει τον θεσμό του γάμου μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου.
[Συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στην εφημ. Το Ποντίκι της 01.02.24, βλ. και εδώ]