Το πρόσφατο κυβερνητικό μέτρο της επιβολής χρηματικού προστίμου σε όσους συμπολίτες μας άνω των 60 ετών επιλέξουν να παραμείνουν ανεμβολίαστοι δεν ήρθε σαν κεραυνός εν αιθρία. Στην πραγματικότητα, η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού έχει ήδη επιβληθεί σε ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού, με διάφορους έμμεσους τρόπους, όπως λ.χ. ο αποκλεισμός των ανεμβολίαστων από συγκεκριμένες δραστηριότητες ή η υποχρέωσή τους να υποβάλλονται συχνά σε τεστ κορωνοϊού προκειμένου να συμμετάσχουν σε άλλες. Επιπλέον, ως γνωστόν, υποχρεωτικός (κατ’ άμεσο τρόπο) έχει καταστεί ο εμβολιασμός για ειδικές κατηγορίες εργαζομένων, όπως το υγειονομικό προσωπικό – για άλλες η κυβέρνηση στη χώρα μας δυστυχώς ακόμη διστάζει.
Η αλήθεια είναι ότι οι λόγοι που αναφέρονται στην εθνική και την υπερεθνική νομολογία υπέρ της εν γένει υποχρεωτικότητας των εμβολιασμών δεν αποκλείουν τη διεύρυνση τoυ εν λόγω μέτρου για την αναχαίτιση του κορωνοϊού. Μάλιστα δε, υπό το πρίσμα της αρχής της ισότητας θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι μάλλον επιβάλλεται ένας καθολικός υποχρεωτικός εμβολιασμός, έτσι ώστε να αποφεύγονται και τυχόν αθέμιτες διακρίσεις μεταξύ διαφόρων πληθυσμιακών ομάδων. Υπενθυμίζεται εδώ ότι, καθόσον (α) ο εμβολιασμός επιβάλλεται από ειδική νομοθεσία που υιοθετεί έγκυρα και τεκμηριωμένα επιστημονικά δεδομένα (ιδίως δε επιδημιολογικά πορίσματα) και (β) παρέχεται η δυνατότητα εξαίρεσης από τον εμβολιασμό σε ειδικές περιπτώσεις όπου αυτός αντενδείκνυται, η υποχρεωτικότητα των εμβολιασμών είναι ανεκτή κατά το Σύνταγμα και συμβατή με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Και αυτό μπορεί να ισχύσει, κατ’ εμέ, ακόμη και για έναν καθολικό εμβολιασμό.
Όπως έχω τονίσει και με άλλη αφορμή (Τα Νέα, 10.6.21), ασφαλώς όλοι έχουμε δικαίωμα στον λεγόμενο ψυχοσωματικό αυτοπροσδιορισμό, ο οποίος, μεταξύ άλλων, συμπεριλαμβάνει και πράξεις αυτοβλάβης ή αυτοδιακινδύνευσης. Δεν έχουμε, ωστόσο, κατ’ αρχήν δικαίωμα στη βλάβη ή τη διακινδύνευση του διπλανού μας και των εννόμων αγαθών του. Δεν είμαστε άνευ ετέρου ελεύθεροι να θέτουμε σε κίνδυνο τη ζωή, την υγεία ή τη σωματική ακεραιότητα των άλλων (βλ. και άρθρο 5 παρ. 1 Σ.). Ούτε έχουμε δικαίωμα να επιβαρύνουμε υπέρμετρα το σύστημα της δημόσιας υγείας σε μία τόσο κρίσιμη καμπή, εφόσον γνωρίζουμε πλέον καλά τα υφιστάμενα επιδημιολογικά δεδομένα. Στην τελευταία περίπτωση επιθέτουμε δυσανάλογες θυσίες στο σύνολο της κοινωνίας.
Φυσικά, υποχρεωτικότητα δεν σημαίνει τον φυσικό καταναγκασμό του αρνούμενου να εμβολιαστεί, αλλά την επέλευση δυσμενών συνεπειών ή την επιβολή κυρώσεων εις βάρος του, που μπορούν να λάβουν διάφορες επιμέρους μορφές: από την επιβολή προστίμου μέχρι την αναστολή εργασίας, κοκ. Η επιλογή ιδίως της επιβολής διοικητικών προστίμων είναι κατ’ αρχήν θεμιτή. Εν γένει δε, πολλά διοικητικά πρόστιμα έχουν αφηρημένο και οριζόντιο χαρακτήρα και δεν αφήνουν χώρο για τη λήψη υπόψη εξατομικευμένων παραμέτρων (όπως λ.χ. το ατομικό εισόδημα). Αυτό συμβαίνει λ.χ. με τα πρόστιμα του ΚΟΚ, καθώς και με άλλες συναφείς περιπτώσεις.
Εξ επόψεως ισότητας και δικαιοσύνης, πάντως, ένας καθολικός υποχρεωτικός εμβολιασμός –με παράλληλη πρόβλεψη, βεβαίως, κάποιων ευλόγων εξαιρέσεων– μοιάζει προτιμότερος σε σχέση με μία αποσπασματική-«στοχευμένη» υποχρεωτικότητα (βλ. και τις πρόσφατες εξελίξεις στη Γερμανία). Ερείδεται δε όχι μόνον στη συνταγματική υποχρέωση του κράτους να μεριμνά για την πρόληψη και καταπολέμηση της διάδοσης μεταδοτικών ασθενειών που αποτελούν σοβαρό κίνδυνο για τη δημόσια υγεία (βλ. άρθρο 21 παρ. 3 Σ.), αλλά και στη θεμελιώδη υποχρέωση μιας δίκαιης πολιτείας να επιδεικνύει ίση μέριμνα και σεβασμό (equal concern and respect, κατά R.Dworkin) για όλους τους πολίτες. Στη μέριμνα αυτή συμπεριλαμβάνεται ασφαλώς και η ένταση των προσπαθειών για την ενίσχυση του συστήματος της δημόσιας υγείας.
[Δημοσιεύτηκε στα Νέα στις 3.12.2021]