Στο νέο κοινοβουλευτικό τοπίο που έχει διαμορφωθεί μετά τις εκλογές της 7ης Ιουλίου φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, ότι κρίσιμος είναι ο αριθμός των 180 βουλευτών, που αθροίζουν ΝΔ (158) και ΚΙΝΑΛ (22). Θεωρητικά, ο αριθμός αυτός μπορεί να επιτρέψει (α) τη συναινετική εκλογή νέου ΠτΔ με βάση το ισχύον Σύνταγμα και έτσι την αποφυγή πρόωρης προσφυγής στην κάλπη με σύστημα απλής αναλογικής, καθώς επίσης (β) την αναθεώρηση του άρ. 54 παρ. 1 Σ. περί του εκλογικού νόμου από την παρούσα Αναθεωρητική Βουλή. Ας δούμε, όμως, τις κρίσιμες αυτές παραμέτρους μία-προς-μία:
Α. Εκλογή ΠτΔ: Όπως έχω εξηγήσει και σε προηγούμενο άρθρο (βλ. Βήμα της 30.6.2019), στο ζήτημα αυτό ο αριθμός των 180 βουλευτών μπορεί να μην έχει τέλει σημασία. Δεδομένου ότι στην προηγούμενη Βουλή ψηφίστηκε ως αναθεωρητέα, και δη με πλειοψηφία 224 βουλευτών, η διάταξη του άρ. 32 (ιδίως παρ. 4) Σ. περί της εκλογής του ΠτΔ, η ΝΔ μπορεί πλέον να προχωρήσει αυτοδύναμα σε αναθεώρηση της εν λόγω διάταξης, αποσυνδέοντας την εκλογή του ΠτΔ από τη διάλυση της Βουλής και ορίζοντας λ.χ. ότι για την εκλογή του αρκεί η απόλυτη πλειοψηφία των βουλευτών, δηλ. 151. Εν συνεχεία, μπορεί να προβεί στην εκλογή νέου ΠτΔ με 151 βουλευτές. Επιθυμητή, πάντως, είναι μία ευρύτερη συναίνεση στο πρόσωπο του ΠτΔ, όπως έχει άλλωστε συμβεί πολλάκις στο παρελθόν.
Β. Αλλαγή εκλογικού νόμου: Το ενδεχόμενο διεξαγωγής των επόμενων εθνικών εκλογών με το σύστημα της απλής αναλογικής φοβίζει πολλούς. Γίνεται λόγος για κίνδυνο ακυβερνησίας λόγω έλλειψης «κουλτούρας συνεργασίας», αλλά και για βέβαιο κατακερματισμό του πολιτικού συστήματος, με τη δημιουργία πολλών μικρών αρνησίκυρων παικτών (veto players), που μπορεί να έχουν πολιτική δύναμη αναντίστοιχη της εκλογικής τους επιρροής. Οι φόβοι αυτοί έχουν, ασφαλώς, βάση. Βεβαίως, ας μη λησμονούμε ότι από τα τέλη του 2011 και μέχρι πρότινος η χώρα κυβερνήθηκε με κυβερνήσεις συνασπισμού. Ομολογουμένως, όμως, σταθερό πυλώνα των κυβερνήσεων αυτών αποτέλεσε ο εκάστοτε κυβερνητικός εταίρος που ελάμβανε το περίφημο «μπόνους των 50 εδρών». Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι τελευταία διαμορφώνεται, σιωπηρά, ένας consensus αναφορικά με την ανάγκη υιοθέτησης ενός αναλογικότερου, και άρα δικαιότερου, συστήματος «ενισχυμένης αναλογικής», με πρώτη προτεραιότητα τον περιορισμό του υψηλού «μπόνους» που δίνει το ισχύον σύστημα στο πρώτο κόμμα.
Στο πλαίσιο αυτό, συζητείται πλέον ευρέως και το ενδεχόμενο αναθεώρησης του άρ. 54 παρ. 1 Σ., ιδίως προς την κατεύθυνση της μείωσης του ορίου των 200 βουλευτών που χρειάζονται, προκειμένου να μπορέσει να ισχύσει ένας εκλογικός νόμος από την αμέσως επόμενη αναμέτρηση (ενδεικτ. Αλιβιζάτος, Καθημερινή της 15.7.2019 και Καραμπατζός, Νέα της 6/7.7.2019). Η αναθεώρηση της εν λόγω διάταξης υπερψηφίστηκε από 156 βουλευτές (αν και προς την κατεύθυνση της συνταγματικής κατοχύρωσης της απλής αναλογικής, χωρίς όμως αυτό να δεσμεύει την Αναθεωρητική Βουλή, κατά την κρατούσα στην επιστήμη άποψη). Στην παρούσα Βουλή, κατά την αναθεωρητική διαδικασία, θα χρειαστούν πλέον 180 βουλευτές, ώστε ο πήχης των 200 βουλευτών, που προβλέπει τώρα το άρ. 54 παρ. 1 Σ. για την άμεση ισχύ ενός νέου εκλογικού νόμου, να πέσει λ.χ. στους 180. Κατ’ εμέ, μία μείωση του πήχη μέχρι τους 180 βουλευτές είναι ηθικο-πολιτικά επιτρεπτή, αλλά και σύμφωνη με το γενικότερο πνεύμα του Συντάγματος σε σχέση με τις αυξημένες πλειοψηφίες (που, κατά κανόνα, τοποθετούνται ακριβώς στο όριο των 180 βουλευτών).
Ίσως σε κάποιους μοιάζει οξύμωρο να μπορείς να τροποποιήσεις, μέσω της Αναθεώρησης, με πλειοψηφία 180 βουλευτών μία διάταξη που απαιτεί 200 βουλευτές για την ψήφιση ενός νόμου. Αυτή, ωστόσο, είναι μία δυνατότητα που παρέχει το Σύνταγμα, η συγκεκριμένη δε διάταξη του άρ. 54 παρ. 1 Σ. δεν ανήκει στις μη αναθεωρητέες. Εξάλλου, το μάλλον οξύμωρο εδώ είναι πώς προβλέφθηκε, κατά την Αναθεώρηση του 2001, πλειοψηφία για την άμεση ισχύ ενός εκλογικού νόμου μεγαλύτερη από αυτήν που απαιτείται για την αναθεώρηση μιας συνταγματικής διάταξης – μεταξύ άλλων, και εκείνης του άρ. 54 παρ. 1 Σ. Να σκεφτεί δε κανείς ότι 180 βουλευτές αρκούν ακόμη και για την αναγνώριση αρμοδιοτήτων του Συντάγματος σε όργανα διεθνών οργανισμών (λ.χ. ΕΕ· βλ. άρ. 28 παρ. 2 Σ.). Οι παρατηρήσεις αυτές, πάντως, δεν μειώνουν την ορθή, επί της αρχής, πρόνοια του αναθεωρητικού νομοθέτη του 2001 να δυσχεράνει την καιροσκοπική αλλαγή των όρων του πολιτικού παιχνιδιού πριν από κάθε εκλογική αναμέτρηση, από πλευράς της εκάστοτε κυβερνητικής πλειοψηφίας.
Το πρακτικό θέμα, βεβαίως, που ανακύπτει τώρα είναι αν θα εξασφαλιστεί στην πράξη μία πλειοψηφία 180 βουλευτών τόσο για την αναθεώρηση του άρ. 54 παρ. 1 Σ. όσο και, εν συνεχεία, για την ψήφιση νέου εκλογικού νόμου με άμεση ισχύ. Πολλά εξαρτώνται εδώ από το πώς θα πολιτευτεί η κοινοβουλευτική ομάδα του ΚΙΝΑΛ, η οποία διαθέτει στους κόλπους της και βουλευτές με διακριτό πολιτικό στίγμα, όπως ο πρώην Πρωθυπουργός Γ.Παπανδρέου. Επιπλέον, επειδή το άθροισμα των βουλευτών ΝΔ και ΚΙΝΑΛ είναι ακριβώς 180, κάθε βουλευτής αποκτά τον ρόλο ενός σημαντικού αρνησίκυρου παίκτη, με ισχυρή διαπραγματευτική θέση. Το βέβαιο είναι ότι το επόμενο διάστημα θα σημειωθούν διεργασίες μεταξύ κομμάτων και βουλευτών (όχι μόνον της ΝΔ και του ΚΙΝΑΛ), που ενδέχεται να αφορούν συνολικά όλα τα ζητήματα που συνδέονται με τη Συνταγματική Αναθεώρηση και την εκλογή νέου ΠτΔ.
Οι παραπάνω σκέψεις μπορεί, ωστόσο, να αποτελούν προς το παρόν απλές ασκήσεις επί χάρτου, καθώς η πολιτική (όπως και η ζωή) επιφυλάσσει συχνά απρόοπτα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, αναδεικνύουν, φρονώ, τη μεγάλη σημασία που έχει στη χώρα μας ο Εθνικός Κήπος για τη μακροημέρευση ενός κυβερνητικού σχήματος και, γενικότερα, για τις πολιτικές εξελίξεις. Και εννοώ εδώ τον ομφάλιο λώρο που συνδέει το Μέγαρο Μαξίμου και την Κυβέρνηση με τη Βουλή. Έναν ομφάλιο λώρο που αποτελεί το κέντρο βάρους της πολιτικής εξουσίας. Χωρίς κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, συμμαχίες ή συγκλίσεις καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική και, εν τέλει, να μακροημερεύσει. Αυτή είναι, άλλωστε, και η πεμπτουσία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας μας.
*Δημοσιεύθηκε στα Νέα της 10-11.8.2019, σ. 17.