Ως γνωστόν, στις 25 Μαΐου 2014 διεξάγονται ευρωεκλογές και ο ΣΥΡΙΖΑ έρχεται πρώτο κόμμα με διαφορά 3,8 μονάδων από τη ΝΔ. Την επόμενη ημέρα, ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Α.Τσίπρας, μεταβαίνει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (ΠτΔ) και ζητεί την προκήρυξη πρόωρων εθνικών εκλογών. Βασικό του επιχείρημα ήταν η «μεγάλη δυσαρμονία» ανάμεσα στη βούληση του λαϊκού σώματος και τους τότε συσχετισμούς στη Βουλή. Θεώρησε ότι το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών προκάλεσε μία «ιστορική ανατροπή»: «Όχι μόνο επειδή η διαφορά είναι 4%, αλλά και για το γεγονός ότι τα κόμματα του κυβερνητικού σχηματισμού έχουν απώλεια 11 μονάδες. […] Όταν υπάρχει τόσο έντονη δυσαρμονία, όπως ορίζει το Σύνταγμα [sic], τότε η λύση είναι η προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία».
Και μεταφερόμαστε τώρα στο προχθεσινό βράδυ: Ενόψει της συντριπτικής διαφοράς των 9,5 μονάδων, ο Πρωθυπουργός δεσμεύθηκε δημοσίως – και ορθώς – ότι «αμέσως μετά τον β’ γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών θα ζητήσει από τον ΠτΔ την άμεση προκήρυξη εθνικών εκλογών». Στο διάγγελμά του διαπίστωσε, κατ’ ουσίαν, μία έντονη δυσαρμονία ανάμεσα στη βούληση του λαού και τους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς. Από τις πληροφορίες που μέχρι στιγμής αφήνουν να διαρρεύσουν κυβερνητικές πηγές φαίνεται ότι οι εκλογές θα διεξαχθούν από την παρούσα κυβέρνηση, και όχι από υπηρεσιακή – όπως έγινε, αντιθέτως, τον Σεπτέμβριο του 2015, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 38 παρ. 1 και 37 παρ. 3 Συντ. Θα υπάρξει, δηλαδή, επίκληση κάποιου «εθνικού θέματος εξαιρετικής σημασίας» κατ’ άρθρο 41 παρ. 2 Συντ, ενώ κατά το σχετικό «συνταγματικό έθιμο» θα αλλάξει εν συνεχεία μόνο ο υπουργός Εσωτερικών.
Θυμίζω εδώ ότι πριν από την αναθεώρηση του 1986 το Σύνταγμα προέβλεπε, στο άρθρο 41 παρ. 1, τη δυνατότητα-προνομία του ΠτΔ «να διαλύση την Βουλήν μετά γνώμην του Συμβουλίου της Δημοκρατίας, εάν αυτή ευρίσκεται εν προφανεί δυσαρμονία προς το λαϊκόν αίσθημα». Η διάταξη αυτή καταργήθηκε, καθώς η εν λόγω δυνατότητα θεωρήθηκε αντίθετη προς «τη θεμελιώδη αρχή του αντιπροσωπευτικού συστήματος, αντιδημοκρατική και επικίνδυνη για το πολίτευμα» (Εισηγ. Έκθεση επί της προτάσεως αναθεώρησης του Συντ. της 9.3.1985).
Παρατηρούμε, τώρα, την επανάκαμψη του στοιχείου αυτού της προφανούς δυσαρμονίας για την πρόκληση εθνικών εκλογών, με την πρωτοβουλία, ωστόσο, να προέρχεται πλέον όχι από τον αποψιλωμένο εξουσιών ΠτΔ, αλλά από την ίδια την κυβερνητική πλειοψηφία. Στο Σύνταγμα δεν ρυθμίζεται ρητά η ιδιαίτερη αυτή περίπτωση. Προσιδιάζει ίσως περισσότερο στην περίπτωση των προαναφερθέντων άρθρων 38 παρ. 1 και 37 παρ. 3 Συντ., τα οποία προβλέπουν παραίτηση της κυβέρνησης και έναρξη της διαδικασίας των διερευνητικών εντολών, με κατάληξη σε υπηρεσιακή κυβέρνηση που διενεργεί τις εκλογές (βλ. ιδίως άρθρο 37 παρ. 3 εδ. γ’). Από την άλλη μεριά, η εφαρμογή, εν προκειμένω, του άρθρου 41 παρ. 2 Συντ. περί διάλυσης της Βουλής με πρόταση της κυβέρνησης κατ’ επίκληση «εθνικού θέματος» (οπότε, όπως ήδη ελέχθη, οι εκλογές διεξάγονται από την επισπεύδουσα κυβέρνηση) φαίνεται να συνιστά καταστρατήγηση της εν λόγω διάταξης – πολλώ δε μάλλον που τώρα έχουμε ήδη ρητή ομολογία περί διαφορετικού λόγου προσφυγής στην κάλπη (: ήττα στις ευρωεκλογές). Δεν θα είναι, πάντως, πρώτη φορά που θα γίνει καταχρηστική επίκληση «εθνικού θέματος».
Σε κάθε περίπτωση, ορθώς, κατά τη γνώμη μου, ο Ομότ. Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Α.Μανιτάκης πρότεινε χθες, σε ραδιοφωνική του συνέντευξη, «κυβέρνηση και αντιπολίτευση, σε συνεννόηση με τον ΠτΔ, να βρουν την καλύτερη δυνατή λύση, τουλάχιστον τη συνταγματικά ορθότερη».
Πάντως, ακόμη και αν οι εκλογές διεξαχθούν με την παρούσα κυβέρνηση, αξίζει να θυμηθούμε εδώ την καταληκτική προειδοποίηση του Α.Τσίπρα όταν τον Μάιο του 2014 ζητούσε από τον ΠτΔ εκλογές: «Προειδοποιούμε τον πρωθυπουργό να μην διανοηθεί να προχωρήσει στον διορισμό του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και του επόμενου επιτρόπου της χώρας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δίχως τη συμφωνία του μεγαλύτερου κόμματος στη χώρα, δίχως την ευρύτερη πολιτική συναίνεση, γιατί δεν νομιμοποιείται να παίρνει αποφάσεις που δεσμεύουν τη χώρα για τα επόμενα χρόνια με τα ποσοστά που κατέγραψε χθες». Η υπόμνηση αυτή έχει ιδιαίτερη πλέον σημασία ενόψει της σπουδής που επιδεικνύει η κυβέρνηση τις τελευταίες εβδομάδες – και την οποία δεν είχε επιδείξει σε αντίστοιχες περιπτώσεις κατά το παρελθόν – να ορίσει νέο πρόεδρο και εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
*** Θυμίζω, επίσης, εδώ την παραίτηση της κυβέρνησης Τσίπρα στις 20 Αυγούστου 2015, ενώπιον του ΠτΔ, μετά την ψήφιση του τρίτου μνημονίου. Αιτιολογία της παραίτησης αυτής ήταν ότι, μετά τα γεγονότα του καλοκαιριού του 2015 και τις νέες δεσμεύσεις που είχε αναλάβει η χώρα, η λαϊκή εντολή του Ιανουαρίου του 2015 είχε πλέον εξαντλήσει τα όριά της και χρειαζόταν πλέον ανανέωση αυτής. Στην περίπτωση αυτή, λόγω εφαρμογής των άρθρων 38 παρ. 1 και 37 παρ. 3 Συντ., ορκίστηκε υπηρεσιακή κυβέρνηση – με πρωθυπουργό την τότε πρόεδρο του ΑΠ Βασιλική Θάνου –, με σκοπό τη διενέργεια των εθνικών εκλογών της 20ής Σεπτεμβρίου 2015. Η θητεία της κυβέρνησης αυτής διήρκεσε από τις 28 Αυγούστου μέχρι τις 23 Σεπτεμβρίου 2015, απαρτίσθηκε δε, ως επί το πλείστον, από προσωπικότητες κοινής αποδοχής.
*Δημοσιεύθηκε στα Νέα της 28.5.2019, σ. 10.