Κάποια κίνητρα των εκλογέων ανιχνεύονται με ακρίβεια στις ποιοτικές δημοσκοπήσεις που προηγούνται των εκλογών. Κάποια άλλα, όμως, δεν ανιχνεύονται και είναι αυτά που δημιουργούν μικρές ή μεγάλες εκπλήξεις το βράδυ των εκλογών. Ενόψει αυτής της αβεβαιότητας, καλύτερα να μιλήσει κανείς όχι για το τι θα κριθεί στις κάλπες, αλλά για το τι θα έπρεπε να κριθεί σε επίπεδο προγραμματικών εκλογικών προταγμάτων.
Κατά τη γνώμη μου, το μείζον πρόταγμα είναι η επανέναρξη της συζήτησης για τις μεγάλες θεσμικές και πολιτικές τομές που έχει ανάγκη η χώρα. Για κάποιον περίεργο λόγο, τα τελευταία χρόνια η συζήτηση αυτή σταμάτησε. Ωστόσο, τα φαινόμενα που διαβρώνουν τη φιλελεύθερη δημοκρατία μας και σπρώχνουν τον τόπο προς μία «βαλκανιοποίηση» είναι, δυστυχώς, πανταχού παρόντα: διαφθορά, πελατειακές λογικές, εγκληματικές αβελτηρίες φορέων που οδηγούν σε τραγωδίες όπως το Μάτι και τα Τέμπη, δυσλειτουργίες και καθυστερήσεις στη Δικαιοσύνη, υποχώρηση του φιλελεύθερου πυλώνα της δημοκρατίας μας (όπως μαρτυρούν έγκριτες διεθνείς εκθέσεις, βλ. ενδεικτ. https://www.v-dem.net/documents/29/V-dem_democracyreport2023_lowres.pdf), προσπάθειες υποβάθμισης του θεσμικού ρόλου ανεξάρτητων αρχών από την εκτελεστική εξουσία, ζητήματα ελευθεροτυπίας, κ.ά. Η λαϊκή δυσαρέσκεια προς το πολιτικό σύστημα και τους θεσμούς εντείνεται, ιδίως στους κόλπους των νέων. Είναι επιτακτική ανάγκη πλέον η ανάληψη πρωτοβουλιών για μία θεσμική και πολιτική επανέναρξη (reset). Τη στιγμή, μάλιστα, που μέσα στην επόμενη τετραετία θα παρέλθει η πενταετία από την προηγούμενη άτολμη συνταγματική αναθεώρηση (του 2019), οπότε θα μπορεί να αναληφθεί μία νέα αναθεωρητική πρωτοβουλία με δομικά-εκσυγχρονιστικά χαρακτηριστικά.
Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει προεχόντως να τεθεί επί τάπητος η αλλαγή του εκλογικού συστήματος και η υιοθέτηση ενός μικτού συστήματος σταυρού-λίστας, ίσως κατά το γερμανικό μοντέλο, με διαχωρισμό της ψήφου για τον σταυροδοτούμενο υποψήφιο από εκείνην για το κόμμα και με παράλληλη μείωση του συνολικού αριθμού των βουλευτών. Τούτο σημαίνει, κατά βάσιν, δημιουργία μονοεδρικών εκλογικών περιφερειών στο σύνολο της επικράτειας, όπου οι κομματικές ηγεσίες θα έχουν συμφέρον να τοποθετούν υποψηφίους με κοινωνική ακτινοβολία, προκειμένου να έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες επικράτησης. Μία τέτοια αλλαγή θα μπορούσε να περιορίσει τις εστίες διαφθοράς και συναλλαγής. Έπειτα, θα πρέπει να ενισχυθεί η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης έναντι της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας· γι’ αυτό, όπως επισημαίνεται και σε εκθέσεις της ΕΕ, χρήσιμο είναι να ξανανοίξει ιδίως η συζήτηση για τον βέλτιστο τρόπο επιλογής των ανωτάτων δικαστών και του εισαγγελέα του ΑΠ (βλ. άρ. 90 § 5 Σ.). Περαιτέρω, μέσω μιας συνταγματικής αναθεώρησης ήρθε η ώρα πλέον να καταργηθεί η αναχρονιστική διάταξη περί απαγόρευσης ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων (άρ. 16 Σ.). Όσοι υπηρετούμε και αγαπάμε το δημόσιο πανεπιστήμιο θα συνεχίσουμε να το κάνουμε με την ίδια αφοσίωση και αγάπη. Δεν μπορούμε, ωστόσο, να αξιώνουμε τη διατήρηση ενός κρατικού μονοπωλίου –χουντικών, μάλιστα, καταβολών–, που, μεταξύ άλλων, εξωθεί λαμπρούς νέους Έλληνες επιστήμονες σε απασχόληση στο εξωτερικό.
Επιπλέον, από την ατζέντα της επόμενης ημέρας δεν μπορούν να λείπουν η πλήρης διαλεύκανση της σκοτεινής υπόθεσης των παρακολουθήσεων, η εγκατάλειψη οριζόντιων επιδοματικών πολιτικών και, αντ’ αυτών, η στοχευμένη στήριξη προς τους πραγματικά ασθενέστερους, η ενίσχυση βασικών δομών ενός κοινωνικού κράτους, όπως κυρίως η δημόσια παιδεία και υγεία, η δυναμική προώθηση πράσινων πολιτικών, καθώς και η εξάλειψη έμφυλων διακρίσεων, προπάντων με την επέκταση του γάμου και της τεκνοθεσίας στα ομόφυλα ζεύγη.
Η Ελλάδα χρειάζεται μία θεσμική και πολιτική επανέναρξη, προκειμένου να αποφύγει μία επικίνδυνη περαιτέρω διολίσθηση. Η επανέναρξη αυτή, όμως, προϋποθέτει ευρείες συναινέσεις και συνεργασίες για εκ βάθρων αλλαγές και δεν συμβαδίζει με αιτήματα πολιτικής ηγεμονίας.
[Δημοσιεύτηκε σττην εφημ. Τα Νέα της 8.4.2023]