Φεβρουάριος 2016, βρισκόμαστε στην Άγκυρα, λίγο μετά τη σύναψη της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας για το προσφυγικό: Η καγκελάριος Μέρκελ και ο τότε πρωθυπουργός της Τουρκίας Νταβούτογλου παραθέτουν συνέντευξη τύπου. Κάποια στιγμή τον λόγο παίρνει ο δημοσιογράφος Deniz Yücel, ανταποκριτής της γερμανικής εφημερίδας «Die Welt», ο οποίος ρωτά την καγκελάριο γιατί έχει αποστασιοποιηθεί από την κριτική της έναντι της Τουρκίας σε ζητήματα ελευθερίας του λόγου και προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τη στιγμή που δεκάδες δημοσιογράφοι βρίσκονται στη φυλακή. Η καγκελάριος θα αποφύγει να απαντήσει ευθέως· θα παρέμβει όμως ο τούρκος πρωθυπουργός, λέγοντας ότι το γεγονός και μόνον ότι ένας δημοσιογράφος μπορεί σε μία συνέντευξη τύπου να θέσει ένα τέτοιο ερώτημα αποδεικνύει ότι στη χώρα υπάρχει ελευθερία του τύπου.
Ένα χρόνο αργότερα (τον φετινό Φεβρουάριο), και αφού έχει μεσολαβήσει το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου 2016 και η κήρυξη της Τουρκίας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης (που είναι ακόμη σε ισχύ), ο Yücel, κάτοχος της τουρκικής και της γερμανικής υπηκοότητας, συλλαμβάνεται ως υποστηρικτής του ΡΚΚ και μέλος τρομοκρατικής οργάνωσης (συνδεόμενος με την υπόθεση ηλεκτρονικών υποκλοπών «RedHack»). Στη Γερμανία ξεσπά σάλος, αλλά η γερμανική κυβέρνηση κρατάει μάλλον χαμηλούς τόνους, προφανώς με το βλέμμα στη συμφωνία για το προσφυγικό.
Ο Yücel βρίσκεται ακόμη σε καθεστώς αστυνομικής κράτησης. Σε επιστολή του προς τον γερμανικό τύπο («Frankfurter Allgemeine Zeitung», 23.2.17) σκιαγραφεί τη σταδιακή στροφή του καθεστώτος Ερντογάν στον αυταρχισμό, καθώς και τις σχετικές ευθύνες που φέρει η γερμανική εξωτερική πολιτική:
Κατ’ ουσίαν, συμφωνία με τον Yücel, η άνοδος του πολιτικού ισλάμ στην εξουσία σηματοδότησε τη μετάβαση σε μία «κατευθυνόμενη δημοκρατία» ή «δημοψηφισματική δικτατορία». Βεβαίως, θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι ο Ερντογάν κέρδισε επανειλημμένα εκλογικές αναμετρήσεις, αυξάνοντας συνεχώς τα ποσοστά του AKP. Κατά τον Yücel, ωστόσο, η δημοκρατία ήταν για το πολιτικό ισλάμ ευθύς εξαρχής μέσο, όχι σκοπός-αυταξία. Ο ίδιος ο Ερντογάν, άλλωστε, δήλωνε τη δεκαετία του ‘90 ότι «η δημοκρατία είναι ένα μέσο, όχι σκοπός· ένα τρένο που μπορούμε να εγκαταλείψουμε όταν φτάσουμε στον στόχο μας». Η περσινή απόπειρα πραξικοπήματος φαίνεται ότι αποτέλεσε την αφορμή για να εγκαταλειφθεί το τρένο και να περάσουμε πλέον, μετά το δημοψήφισμα της 16ης Απριλίου, σε μία μορφή «καισαρικού» προεδρικού πολιτεύματος, «που μπορεί πολύ εύκολα να μετεξελιχθεί σε ανοιχτή δικτατορία» (έτσι Ν.Αλιβιζάτος, «Καθημερινή», 12.3.17). Αρκεί να σκεφθεί κανείς ότι από το 2019 ο τούρκος ΠτΔ θα ελέγχει την κυβέρνηση (διορίζοντας και παύοντας τους υπουργούς και τους αντιπροέδρους), θα ηγείται της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και θα διορίζει τους δικαστές.
Ομολογουμένως, πάντως, η Τουρκία, με τα απανωτά πραξικοπήματα και τις επεμβάσεις του στρατού, δεν είχε παράδοση δημοκρατικής ομαλότητας ή απουσίας αυταρχισμού. Ο ίδιος ο Ερντογάν, εξάλλου, στο πλαίσιο της επέμβασης του στρατού το 1997, καταδικάστηκε απλώς και μόνον επειδή σε μία συγκέντρωση διάβασε στίχους ενός «απαγορευμένου» τούρκου ποιητή…
Ως προς τις ευθύνες της Γερμανίας, τώρα, ο Yücel θεωρεί ότι οι χριστιανοδημοκράτες της Μέρκελ εγκατέλειψαν στην τύχη της τη φιλοευρωπαϊκή μερίδα της τουρκικής κοινωνίας, με την εξαρχής αρνητική στάση τους έναντι της εισόδου της Τουρκίας στην ΕΕ. Η στάση αυτή αποδυνάμωσε στο εσωτερικό της γείτονος τις φιλελεύθερες, δημοκρατικές δυνάμεις. Εν συνεχεία δε, ήρθε η συμφωνία για το προσφυγικό, η οποία επέτεινε την κατάσταση, καθώς φαίνεται ότι ενείχε, υπόρρητα, το μήνυμα προς τον Ερντογάν «κάνε ό,τι θέλεις στο εσωτερικό, αρκεί να ελεγχθούν οι προσφυγικές ροές».
Όσα συμβαίνουν στη γείτονα τελευταία, ιδίως μετά το πρόσφατο δημοψήφισμα, δεν μπορούν ασφαλώς να αφήνουν αδιάφορη την πατρίδα μας. Προπάντων, μας δείχνουν πόσο σημαντική είναι η προάσπιση της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των θεσμών μας. Μολονότι δε η Ελλάδα ανήκει στην ΕΕ, θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η διαφύλαξη των βασικών αρχών της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου δεν επιβάλλεται έξωθεν (λ.χ. σαν μία ακόμη «μνημονιακή υποχρέωση»), αλλ’ επαφίεται στους ίδιους τους πολίτες και το πολιτικό σύστημα της χώρας – το παράδειγμα της Τουρκίας κάτι μας λέει σχετικά. Και η διολίσθηση στον αυταρχισμό μπορεί να αποτραπεί μόνον μέσα από την αποτελεσματική λειτουργία των θεσμών –προεχόντως της δικαιοσύνης– και τη διασφάλιση της ελευθερίας του λόγου και του τύπου, όσο ενοχλητική κι αν γίνεται για την εκάστοτε εξουσία. Εκπτώσεις στα θεμελιώδη οδηγούν, αργά αλλά σταθερά, σε «γύψους» που δεν αφαιρούνται εύκολα.
*Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή της 29.4.2017, σ. 15.