(από κοινού με Δ. Κυριαζή)
Με την απόφαση της 5ης Μαΐου, το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο αμφισβήτησε ευθέως τη νομιμότητα του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ (γνωστού ως QE ή, ακριβέστερα, Public Sector Purchase Programme), βάσει του οποίου η ΕΚΤ έχει αγοράσει μέχρι σήμερα πάνω από 2 τρισ. ευρώ δημοσίου χρέους.
Το γερμανικό Δικαστήριο, μολονότι δεν έκρινε οριστικά (σε αυτό το στάδιο) ότι το σχετικό πρόγραμμα αντίκειται στο ενωσιακό δίκαιο, επέκρινε εν τούτοις έντονα τον τρόπο με τον οποίο η ΕΚΤ εξισορρόπησε τους οικονομικούς και νομισματικούς της στόχους. Αμφισβήτησε κυρίως το κατά πόσον η ΕΚΤ τήρησε την αρχή της αναλογικότητας και ζήτησε σχετικές διευκρινίσεις εντός τριμήνου. Επίσης, σε μία ιδιαιτέρως προβληματική κρίση του, το Δικαστήριο χαρακτήρισε «μεθοδολογικά ανυποστήρικτη» την απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ (ΔΕΕ) που το 2018 παρέσχε νομική κάλυψη στην ΕΚΤ, αρνούμενο έτσι να συμμορφωθεί με το περιεχόμενό της.
Η απόφαση του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου εγείρει δύο κρίσιμα νομικά ζητήματα, με σημαντικές πολιτικές και οικονομικές προεκτάσεις. Το πρώτο αφορά τη σχέση μεταξύ της εθνικής κυριαρχίας των Κρατών Μελών και της αρχής της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου. Το δεύτερο αφορά τον ρόλο του δικαστή και το προσήκον περιεχόμενο των δικαστικών αποφάσεων στο πλαίσιο ενός σύγχρονου κράτους δικαίου.
Α. Σχετικά με το πρώτο ζήτημα, ας σημειωθεί κατ’ αρχάς ότι τα γερμανικά δικαστήρια δέχονται τη θεμελιώδη αρχή της υπεροχής του ενωσιακού επί του εθνικού δικαίου μόνον στο βαθμό που κάτι τέτοιο δεν παραβιάζει, κατά την κρίση τους, τα ανθρώπινα δικαιώματα, την αρχή της δοτής αρμοδιότητας (που σημαίνει ότι η ΕΕ ενεργεί μόνον εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που της έχουν ανατεθεί με τις Συνθήκες), καθώς και τα βασικά χαρακτηριστικά της γερμανικής συνταγματικής ταυτότητας. Συνεπώς, εν προκειμένω, η «ρητορική» του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου δεν αιφνιδίασε τη νομική κοινότητα. Ωστόσο, το αυστηρό πλέον τελεσίγραφο προς την ΕΕ και τη γερμανική κυβέρνηση, καθώς και η ευθεία άρνηση συμμόρφωσης σε απόφαση του ΔΕΕ αποτελούν ανησυχητικές εξελίξεις. Πρωτοφανής είναι ιδίως η απόφανση του γερμανικού Δικαστηρίου ότι το ΔΕΕ, με την θετική κρίση του για το QE, υπερέβη τις δοτές αρμοδιότητες ενός ενωσιακού οργάνου (ultra vires). Είναι δε προφανές ότι έτσι ανοίγει ο ασκός του Αιόλου για Κράτη Μέλη όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία, τα οποία νιώθουν πλέον περισσότερο νομιμοποιημένα να αγνοήσουν αποφάσεις του ΔΕΕ που τα επικρίνουν για παραβίαση των αρχών του κράτους δικαίου. Επιπλέον, η απόφαση της 5ης Μαΐου ενδέχεται να εμποδίσει τη γερμανική κυβέρνηση να συμμετάσχει μελλοντικά σε ευρωπαϊκά προγράμματα όπως το QE – όπως επίσης και σε τυχόν αναθεωρήσεις των ιδρυτικών Συνθηκών. Έτσι, ελλοχεύει εδώ πλέον ο κίνδυνος να παγώσει η διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης και να οδηγηθούν σε στασιμότητα οι θεσμοί της ΕΕ.
Β. Όσον αφορά το δεύτερο ζήτημα, θα πρέπει πρώτα να καταστεί σαφές ότι το γερμανικό Δικαστήριο εμέμφθη τόσο το ΔΕΕ όσο και την ίδια την ΕΚΤ για πλημμελή έλεγχο, από μεθοδολογικής σκοπιάς, των πραγματικών συνεπειών του QE επί της οικονομικής πολιτικής, καθώς και για έλλειψη μιας σχετικής συνολικής αξιολόγησης. Και επειδή ακριβώς έκρινε ότι η εσφαλμένη κρίση του ΔΕΕ δεν το δέσμευε, προχώρησε το ίδιο για να αποφανθεί αν η ΕΚΤ επιτέλεσε σωστά το έργο της. Στο πλαίσιο αυτό επιχείρησε να υποκαταστήσει την ΕΚΤ, δεχόμενο τα ακόλουθα: Ένα πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων, όπως το QE, το οποίο έχει βαρύνουσες οικονομικο-πολιτικές επιπτώσεις, προϋποθέτει ότι κάθε φορά ο νομισματικο-πολιτικός στόχος και οι οικονομικο-πολιτικές συνέπειες προσδιορίζονται ρητά, εν συνεχεία αξιολογούνται και σταθμίζονται αναλόγως· εν προκειμένω, κατά το Δικαστήριο, ο νομισματικο-πολιτικός στόχος καθώς και οι επιμέρους όροι του QE, όπως ορίστηκαν από την ΕΚΤ, «παραβλέπουν προφανώς την αρχή της αναλογικότητας». Θεωρήθηκε εδώ, δηλαδή, ότι η ΕΚΤ δεν προέβη στη σωστή στάθμιση μεταξύ του διακηρυγμένου νομισματικο-πολιτικού στόχου και του προκριθέντος μέσου προς επίτευξη του στόχου.
Μετά από όλα αυτά, το γερμανικό Δικαστήριο έκρινε ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ δεν έλαβε υπόψη του τις αρνητικές επιπτώσεις του QE, οι οποίες, κατά το ίδιο, αυξάνονται ολοένα και περισσότερο και επεκτείνονται μέσα στον χρόνο. Προχώρησε, μάλιστα, το ίδιο σε μία συνολική πολιτικο-οικονομική αξιολόγηση της λειτουργίας, των ωφελειών και των επιπτώσεων του QE. Κατέληξε δε στο συμπέρασμα ότι η ΕΚΤ δεν προέβη σε μία τέτοια ενδεδειγμένη συνολική αξιολόγηση, μη παρέχοντας δε την αναγκαία προς τούτο τεκμηρίωση.
Μήπως όμως, με τον τρόπο αυτό, το ίδιο το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο υπερέβη τα όρια της δικαιοδοσίας του, αλλά και των εν γένει αρμοδιοτήτων ενός δικαστηρίου, σφετεριζόμενο αρμοδιότητες της εκτελεστικής ή της νομοθετικής εξουσίας; Διερωτάται κανείς, δηλαδή, πώς είναι εξ ορισμού δυνατόν να προβαίνει ένα δικαστήριο σε τέτοιου είδους κρίσεις σκοπιμότητας, και δη επί της ουσίας μιας απόφασης που σύμφωνα με τις Συνθήκες της ΕΕ έχει ανατεθεί σε συγκεκριμένα θεσμικά όργανα της ΕΕ. Και σημειωτέον εδώ ότι εν γένει η ΕΚΤ δεν είναι ανέλεγκτη (όπως φαίνεται να υπονοείται στην απόφαση του Δικαστηρίου), καθώς, μεταξύ άλλων, μπορεί να εναχθεί προς αποζημίωση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της ΕΕ (δυνάμει των άρ. 340 εδ. γ’ και 268 ΣΛΕΕ).
Είναι αλήθεια ότι το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο είναι ένα πολύ σημαντικό δικαστήριο. Δυστυχώς όμως εν προκειμένω ενέδωσε στη σαγήνη ενός επικίνδυνου δικαστικού ακτιβισμού, που μπορεί να προκαλέσει σοβαρούς κλυδωνισμούς στο ενωσιακό οικοδόμημα. Και όπως θα έλεγε ο αείμνηστος καθηγητής Σταύρος Τσακυράκης, το «φέρτε μου τις μελέτες» υποδηλώνει έναν έλεγχο σκοπιμότητας του νομοθετικού [σσ. και του εκτελεστικού] έργου τον οποίο ο δικαστής δεν έχει αρμοδιότητα να κάνει, εκτός κι αν διεκδικεί να είναι αυτός ο τελικός κριτής όλων των αποφάσεων σε μια κοινωνία». Ένας τέτοιος ρόλος, ωστόσο, δεν έχει θέση σε μία σύγχρονη δικαιοκρατούμενη πολιτεία, πολλώ δε μάλλον υπερεθνική όπως η ΕΕ.
*Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή, 7.5.2020.