Σύμφωνα με το άρ. 54 παρ. 1 Σ., «[τ]ο εκλογικό σύστημα και οι εκλογικές περιφέρειες ορίζονται με νόμο που ισχύει από τις μεθεπόμενες εκλογές, εκτός και αν προβλέπεται η ισχύς του άμεσα από τις επόμενες εκλογές με ρητή διάταξη που ψηφίζεται με την πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών».
Στο τελευταίο άρθρο μου στο Βήμα (30.6.2019, σ. 28-29) έγραφα, μεταξύ άλλων, ότι «μετά τις εκλογές […] αναμένεται να ψηφιστεί νέος εκλογικός νόμος, ώστε η απλή αναλογική να προλάβει να εφαρμοστεί μόνο μία φορά. Το ενδεχόμενο να ψηφιστεί ο νέος εκλογικός νόμος με πλειοψηφία 200 βουλευτών και, έτσι, να μην ισχύσει ποτέ η απλή αναλογική, μοιάζει ελάχιστα πιθανό».
Υπάρχει, ωστόσο, και ένα ακόμη ενδεχόμενο, το οποίο έχει ήδη ακροθιγώς αναφερθεί στον δημόσιο διάλογο. Πρόκειται για το ενδεχόμενο αναθεώρησης, στην επόμενη Αναθεωρητική Βουλή, του ιδίου του άρ. 54 αρ. 1 Σ. Ειδικότερα:
Η πρόταση αναθέωρησης της εν λόγω διάταξης υπερψηφίστηκε από 156 βουλευτές, χωρίς έτσι να επιτευχθεί η αυξημένη πλειοψηφία των 180 βουλευτών – αν είχε συμβεί το τελευταίο, στην Αναθεωρητική Βουλή θα αρκούσε πλειοψηφία 151 βουλευτών για την αναθεώρηση της διάταξης. Σύμφωνα με την πρόταση της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ (σ. 12), με τη συγκεκριμένη αναθεωρητική πρωτοβουλία επιδιώχθηκε η συνταγματική κατοχύρωση της απλής αναλογικής. Σημειωτέον, όμως, ότι το άρ. 54 Σ. συμπεριελήφθη και στην πρόταση αναθεώρησης της ΝΔ, και δη στο σύνολό του, με την αιτιολογία ότι «το εκλογικό σύστημα θα πρέπει να μεριμνά για την εύλογη αντιπροσώπευση των κομμάτων και για την κυβερνησιμότητα της χώρας» – διατύπωση που μπορεί να καλύπτει διάφορες ρυθμιστικές εναλλακτικές.
Κατά την κρατούσα γνώμη, η επόμενη Αναθεωρητική Βουλή έχει την ευχέρεια να αναθεωρήσει το άρ. 54 παρ. 1 Σ. προς όποια κατεύθυνση εκείνη επιθυμεί (βλ. σχετ. και Καραμπατζό, εφημ. Νέα της 14.2.2019, σ. 13), δεδομένου μάλιστα ότι η πρόταση αναθεώρησής του υπερψηφίστηκε από την πρώτη Βουλή με απλή πλειοψηφία (156 βουλευτών). Για τούτο, βεβαίως, θα χρειαστούν πλέον 180 βουλευτές. Αν επιτευχθεί τέτοια πλειοψηφία, μπορεί να προβλεφθεί στο Σύνταγμα λ.χ. ότι, προκειμένου να ισχύσει ένας νέος εκλογικός νόμος από τις αμέσως επόμενες εκλογές, αρκεί να ψηφιστεί με πλειοψηφία 180 ή και 151 βουλευτών. Ένα τέτοιο σενάριο θα μπορούσε να οδηγήσει στη μη εφαρμογή της απλής αναλογικής στις μεθεπόμενες εκλογές, εφόσον πρώτα αναθεωρηθεί το Σύνταγμα προς την παραπάνω κατεύθυνση και εν συνεχεία ψηφιστεί, με κάποια από τις προαναφερθείσες (μειωμένες) πλειοψηφίες, νέος εκλογικός νόμος – ο οποίος και θα έχει άμεση ισχύ.
Ενόψει της ανάγκης εξασφάλισης πλειοψηφίας 180 βουλευτών για την αναθεώρηση του άρ. 54 παρ. 1 Σ., το προπεριγραφέν σενάριο προϋποθέτει ότι στην επόμενη Βουλή θα συμπράξουν προς την παραπάνω κατεύθυνση τουλάχιστον δύο πολιτικά κόμματα. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, μπορεί κανείς ευλόγως να αμφιβάλει αν η εν λόγω εξέλιξη είναι ηθικό-πολιτικά σκόπιμη, τουλάχιστον υπό την εκδοχή της (συνταγματικής) καθιέρωσης απλής πλειοψηφίας 151 βουλευτών για την άμεση ισχύ ενός νέου εκλογικού νόμου. Η δυσχέρεια μεταβολής του εκλογικού συστήματος για την επόμενη εκλογική αναμέτρηση έχει σοβαρό δικαιολογητικό λόγο. Αποτρέπει έναν επιζήμιο πολιτικό οπορτουνισμό πριν από την επόμενη εκλογική αναμέτρηση, από πλευράς της –εκάστοτε– κυβερνητικής πλειοψηφίας. Αυτό ακριβώς το φαινόμενο θέλησε να αποτρέψει η αναθεώρηση του 2001, επιβάλλοντας το αυστηρό όριο των 200 βουλευτών, προκειμένου να μπορεί να ισχύσει ένας εκλογικός νόμος από την επόμενη εκλογική αναμέτρηση (βλ. ενδεικτ. Ανθόπουλο, σε: Σπυρόπουλο/Κοντιάδη/Ανθόπουλο/Γεραπετρίτη, ΕρμΣυντ, 2017, άρθ. 54 αρ. 25-27). Η χώρα μας, εξάλλου, έχει βιώσει κατά το παρελθόν τις αρνητικές συνέπειες ενός τέτοιου οπορτουνισμού, λ.χ. με τις αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις μεταξύ 1989-1990.
Εν γένει, η ευκαιριακή αλλαγή θεμελιωδών κανόνων διεξαγωγής του πολιτικού παιχνιδιού –όπως είναι ασφαλώς το εκλογικό σύστημα– ενέχει πάντοτε σοβαρούς κινδύνους. Μπορεί, ιδίως, να κλονίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στη δημοκρατία και τους θεσμούς, να αποστερήσει το Πολίτευμα από τα ελάχιστα συναινετικά στοιχεία που διαθέτει και, εν τέλει, να οδηγήσει σε έναν ανταγωνισμό μέχρις εσχάτων μεταξύ των πολιτικών πρωταγωνιστών. Γι’αυτό, όταν επεμβαίνουμε σε θεμελιώδεις κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού ή βασικούς πολιτειακούς θεσμούς, πρέπει να επιδεικνύουμε μέγιστη προσοχή, σύνεση και αυτοσυγκράτηση.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας τέτοιας αναγκαίας αυτοανάσχεσης μάς έρχεται από τις ΗΠΑ: Μετά και τον διορισμό του συντηρητικού δικαστή Κάβανο στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ από τη διοίκηση Τραμπ, αρκετοί Δημοκρατικοί τάχθηκαν υπέρ μιας διεύρυνσης της σύνθεσης του Δικαστηρίου, με τη μελλοντική προσθήκη τουλάχιστον δύο ακόμη θέσεων («Court-packing»), έτσι ώστε να αντισταθμιστεί η επιρροή των Ρεπουμπλικάνων στο Δικαστήριο και να σχηματιστεί μία πιο προοδευτική σύνθεση (βλ. ενδεικτ. https://verfassungsblog.de/court-packing-on-the-table-in-the-united-states/ και https://www.politico.com/story/2019/03/18/2020-democrats-supreme-court-1223625). Ωστόσο, φαίνεται ότι επικρατούν τώρα ψυχραιμότερες σκέψεις: μία τέτοια μεταβολή θα οδηγούσε σε μία καιροσκοπική μεταχείριση του Ανωτάτου Δικαστηρίου από την εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία (που θα ελέγχει την Προεδρία και το Κογκρέσο)· μία επόμενη πλειοψηφία θα μπορούσε λ.χ. να αποφασίσει την περαιτέρω διεύρυνση της σύνθεσης του Δικαστηρίου κοκ. Έτσι, αντί τέτοιων δραστικών επεμβάσεων, προτείνονται κάποιες ηπιώτερες, όπως λ.χ. η θέση ηλικιακού ορίου για την παραμονή ενός δικαστή στο Δικαστήριο.
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, τυχόν αναθεώρηση του άρ. 54 παρ. 1 Σ. θα μπορούσε να θεωρηθεί ηθικο-πολιτικά ανεκτή μόνο αν έφτανε να μειώσει την προαναφερθείσα πλειοψηφία των 2/3 στα 3/5 των βουλευτών για την άμεση ισχύ ενός εκλογικού νόμου. Μία τέτοια ρύθμιση θα χαμήλωνε μεν αισθητά τον υφιστάμενο πήχυ, αλλά θα επέβαλλε και πάλι τη συνεργασία περισσοτέρων κομμάτων και, άρα, την αναζήτηση ευρύτερων πολιτικών συναινέσεων, που αποτελούν βασικό συστατικό στοιχείο κάθε σύγχρονης δυτικής δημοκρατίας.
*Δημοσιεύθηκε στα Νέα της 6-7.7.2019, σ. 27.