Ασφαλώς και η πάταξη της εγκληματικότητας και ιδίως ορισμένων ιδιαίτερα ειδεχθών μορφών εγκλήματος αποτελεί προτεραιότητα σε μία συντεταγμένη Πολιτεία. Συγχρόνως, όμως, η Πολιτεία, κατά την πάταξη του εγκλήματος, οφείλει να ακολουθεί, τόσο σε διαδικαστικό όσο και σε ουσιαστικό επίπεδο, τους κανόνες του Συντάγματος, όπως και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η τήρηση του Συντάγματος και των διεθνών δεσμεύσεων της χώρας δεν συνιστά τάχα κάποιον «δικαιωματισμό της ατιμωρησίας», αλλά αδιαπραγμάτευτη συνθήκη ενός σύγχρονου κράτους δικαίου.
Στο πλαίσιο αυτό, δεν μπορούν να τίθενται εκποδών βασικές δικαιοκρατικές εγγυήσεις, όπως η στέρηση της ελευθερίας κατόπιν ποινικής καταδίκης ή το τεκμήριο αθωότητας. Δεν μπορεί λ.χ. ο θεσμός της προσωρινής κράτησης να μετατρέπεται σε κανόνα ή σε προκαταβολή ποινής, και δη υπό την πίεση της επικαιρότητας. Η προσωρινή κράτηση αποτελεί εξαιρετικό μέτρο και γι’ αυτό επιβάλλεται μόνον εφόσον συντρέχουν ιδιαίτερα σοβαροί λόγοι, ήτοι εφόσον ο κατηγορούμενος είναι ύποπτος φυγής και υποτροπής (άρ. 282 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας). Σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί πράγματι να δικαιολογείται η επιβολή προσωρινής κράτησης. Σε άλλες όχι. Και πάλι, όμως, τότε υπάρχει η δυνατότητα επιβολής αυστηρών περιοριστικών όρων (οι οποίοι συνδυάζονται πλέον και με αποτελεσματικά μέσα ηλεκτρονικής επιτήρησης).
Έπειτα, η αυστηροποίηση των ποινών δεν αποτελεί φάρμακο διά πάσαν νόσον. Από μόνη της δε, δεν αρκεί για να αποτρέψει έναν επίδοξο εγκληματία, καθώς εκείνος, προτού προβεί σε μία εγκληματική ενέργεια, σταθμίζει και σειρά άλλων παραγόντων πέραν της επαπειλούμενης ποινής (όπως λ.χ. την πιθανότητα σύλληψής του). Σε κάθε περίπτωση, αποφάσεις περί ποινών πρέπει να λαμβάνονται με βάση επιστημονικά δεδομένα και κατόπιν ακρόασης της επιστημονικής κοινότητας, και όχι αυθαίρετα επειδή έτσι επιτάσσει το πολιτικό θερμόμετρο της στιγμής.
Σε μία δημοκρατική πολιτεία, και οι κρίνοντες κρίνονται, όπως άλλωστε το ίδιο ισχύει και για τα πολιτικά πρόσωπα. Έτσι, το δικαίωμα κριτικής καταλαμβάνει ασφαλώς και τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης, η οποία συχνά μπορεί και να σφάλλεται. Αλλά, από εκεί και πέρα, τα οιονεί λαϊκά δικαστήρια με βάση το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» μάς οδηγούν σε επικίνδυνες ατραπούς. Είναι σοβαρός ο κίνδυνος εκτροπής προς την οχλοκρατία, τον ανοιχτό εκφοβισμό δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, τον αυταρχισμό της εκτελεστικής εξουσίας.
Και είναι μία εξαιρετικά ατυχής περίσταση όταν, με αφορμή υποθέσεις της επικαιρότητας που δικαίως προκαλούν τον αποτροπιασμό μας, εκτελεστική εξουσία και ηγεσία της Δικαιοσύνης (του Αρείου Πάγου, ειδικότερα) ευθυγραμμίζονται, θεωρώντας ότι η δικαιοδοτική κρίση δικαστών και εισαγγελέων είναι πειθαρχικώς ελεγκτέα. Τέτοιες τοποθετήσεις υπονομεύουν τη δικαστική ανεξαρτησία και, μεταξύ άλλων, αντιβαίνουν στο άρ. 109 § 4 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων, που καθιερώνει το πειθαρχικώς ανέλεγκτο της δικαιοδοτικής κρίσεως (με την εξαίρεση, προφανώς, περιπτώσεων δόλου ή βαριάς αμέλειας).
Πάντως, προσήκουσα απάντηση στην ανωτέρω επικίνδυνη αντίληψη έχει δώσει πρόσφατα ο ίδιος ο Άρειος Πάγος στην από 11.01.2024 Ανακοίνωσή του, υπογραμμίζοντας τα ακόλουθα: «…Θεμελιώδης αρχή του Δημοκρατικού Πολιτεύματος είναι η διάκριση των Λειτουργιών του Κράτους, της Νομοθετικής, της Εκτελεστικής και της Δικαστικής. Ουσιώδης έκφραση της αρχής αυτής είναι η ανεξαρτησία των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και η απαγόρευση των άλλων λειτουργιών να παρεμβαίνουν με οποιονδήποτε τρόπο σε αυτήν. Στο πνεύμα αυτό ο συνταγματικός και ο κοινός νομοθέτης […] έχουν καθορίσει ότι ο πειθαρχικός έλεγχος όλων των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών κάθε βαθμίδος δεν μπορεί να αναφέρεται στην δικαιοδοτική τους κρίση».
Ας ελπίσουμε ότι το εκκρεμές θα επανέλθει σύντομα στην τελευταία αυτήν θέση. Διαφορετικά, θα έχουμε μία ακόμη σοβαρή θεσμική διολίσθηση στη χώρα.
[Δημοσιεύτηκε στην εφημ. Τα Νέα της 27.6.24]