Στην απόφαση Mustafa Erdogan και άλλοι κατά Τουρκίας (27.8.2014) το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) ασχολήθηκε με την περίπτωση ενός καθηγητή συνταγματικού δικαίου, ο οποίος είχε καταδικασθεί από την τουρκική δικαιοσύνη να καταβάλει αποζημίωση σε τρεις δικαστές του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Τουρκίας, επειδή τους είχε ασκήσει κριτική στην απόφασή τους να διαλύσουν ένα πολιτικό κόμμα. Στην κριτική του αυτήν, ο τούρκος συνταγματολόγος, μεταξύ άλλων, αμφισβήτησε ευθέως την αμεροληψία και την ικανότητα-κατάρτιση των δικαστών να αποφανθούν επί του εν λόγω ζητήματος.
Το ΕΔΔΑ κατέστησε ευθύς εξ αρχής σαφές ότι οι δικαστικοί λειτουργοί, όταν ενεργούν υπό την θεσμική τους ιδιότητα, θα πρέπει να ανέχονται πολύ αυστηρότερη κριτική σε σχέση με τους απλούς πολίτες – όπως αυτό ισχύει γενικότερα, κατά την νομολογία του ΕΔΔΑ, για κάθε δημόσιο αξιωματούχο. Στο πλαίσιο αυτό, το ΕΔΔΑ υπογράμμισε ιδιαιτέρως την σημασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας και ιδίως την δυνατότητα των ακαδημαϊκών να εκφράζουν ελεύθερα τις απόψεις τους, ακόμη και όταν αυτές είναι προκλητικές ή μη δημοφιλείς, σε πεδία που άπτονται των ερευνητικών ενδιαφερόντων τους ή της επαγγελματικής εξειδίκευσής τους. Ως προς την συγκεκριμένη δε υπόθεση, το ΕΔΔΑ αποφάνθηκε ότι, μολονότι κάποιες από τις φράσεις που χρησιμοποίησε ο συνταγματολόγος ήταν σκληρές, συνιστούσαν αξιολογικές κρίσεις, υποστηριζόμενες από μία επαρκή οντολογική βάση· έκρινε, επίσης, ότι το επίμαχο δημοσίευμα αποτελούσε συμβολή σε μία συζήτηση γενικότερου, δημοσίου ενδιαφέροντος (κριτήριο κομβικής σημασίας κι αυτό στην νομολογία του ΕΔΔΑ). Ενόψει αυτών των παραδοχών, η καταδίκη του τούρκου συνταγματολόγου από τα εθνικά δικαστήρια, επί σκοπώ προστασίας της τιμής των τριών δικαστών, δεν κρίθηκε από το ΕΔΔΑ σύμφωνη με το πνεύμα μιας δημοκρατικής, ανοιχτής κοινωνίας, συνιστούσε δηλαδή παραβίαση του άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που προστατεύει την ελευθερία της έκφρασης.
Προς την ίδια κατεύθυνση έχει κινηθεί και σε άλλες περιπτώσεις η νομολογία του ΕΔΔΑ, αλλά και των ελληνικών δικαστηρίων, τα οποία θεωρούν και αυτά παραδεκτή, κατ’ αρχήν, ακόμη και την άσκηση δριμείας κριτικής σε δημόσια πρόσωπα –με σκωπτική ή ειρωνική διάθεση κοκ–, περιορίζοντας σε εξαιρετικές και μόνον περιπτώσεις την παραδοχή περί συνδρομής «ειδικού σκοπού εξυβρίσεως» – η οποία και οδηγεί, κατ’ εξαίρεση, στην τελική κατάφαση της προσβολής της προσωπικότητας.
Δεν χωρεί, νομίζω, αμφιβολία ότι η, πολυσυζητημένη πλέον στις μέρες μας, κριτική του καθηγητή συνταγματικού δικαίου Σταύρου Τσακυράκη κινείται μέσα στο ανωτέρω θεμιτό πλαίσιο άσκησης κριτικής σε εξέχον δημόσιο πρόσωπο, πολύ περισσότερο δε αν σκεφθεί κανείς ότι η κριτική αυτή αφορά σε μία δημόσια πολιτική παρέμβαση της Προέδρου του Αρείου Πάγου κ. Βασιλικής Θάνου, που έγινε ακριβώς υπό την θεσμική της ιδιότητα.
Ασφαλώς, σε μία σύγχρονη δημοκρατική πολιτεία το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση πρέπει να σταθμίζεται με το δικαίωμα προστασίας της προσωπικότητας· ούτε λόγος. Είναι εξίσου δε αυτονόητο ότι οποιοσδήποτε πολίτης στην χώρα αισθάνεται ότι προσβάλλεται η προσωπικότητά του πρέπει να έχει την δυνατότητα να προσφεύγει στην δικαιοσύνη. Ωστόσο, τα πράγματα διαφέρουν ουσιωδώς σε περιπτώσεις όπως η προκείμενη, όπου αφενός μεν ζητείται η δίωξη για κριτική που ασκήθηκε από καθηγητή-συνταγματολόγο σε βάρος δημοσίου αξιωματούχου για μία συγκεκριμένη δημόσια πολιτική παρέμβασή του, αφετέρου δε η εγκαλούσα είναι το ανώτατο ιεραρχικά όργανο της πολιτικής δικαιοσύνης, με εξουσία μάλιστα άσκησης πειθαρχικού ελέγχου, μεταξύ άλλων, και επί των δικαστών που πρόκειται να επιληφθούν της δικής της υπόθεσης. Και η λεπτή αυτή πτυχή γεννά σαφώς ζήτημα «δίκαιης δίκης» από την σκοπιά του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Είναι ενδιαφέρον ίσως να σημειωθεί εδώ ότι λόγοι εύδικης κρίσης έχουν καθιερώσει στα πανεπιστήμιά μας μία σοφή παράδοση κατά την κρίση μιας διδακτορικής διατριβής: στην σχετική επταμελή επιτροπή, ψηφίζουν και εκφράζουν γνώμη πρώτα τα νεώτερα μέλη ΔΕΠ και έπονται οι πρεσβύτεροι, ακριβώς για να μην προκαταλαμβάνεται ή επηρεάζεται η κρίση των πρώτων· και την σειρά αυτήν στην ψηφοφορία, καθώς και τους λόγους που την επιβάλλουν, μάς υπενθυμίζουν συχνά-πυκνά οι ίδιοι οι αρχαιότεροι δάσκαλοί μας.
Στην προκείμενη περίπτωση, όμως, την θεμελιώδη –για ένα κράτος δικαίου– αρχή της δίκαιης δίκης θέτει, εκ προοιμίου, υπό σοβαρή δοκιμασία όχι μόνον η εν λόγω δυνατότητα άσκησης πειθαρχικού ελέγχου, αλλά και η πρόσφατη –κατ’ ισχνή πλειοψηφία ληφθείσα– από 26.2.2016 απόφαση της Ενώσεως Δικαστών και Εισαγγελέων, η οποία και θεώρησε αναγκαίο να παρεμβεί σε εκκρεμή δικαστική υπόθεση που θα κρίνουν κάποια από τα μέλη της – εδώ, σημειωτέον, υπάρχουν σαφείς αναλογίες με την υπόθεση Κώνστα κατά Ελλάδος (2011), όπου η χώρα μας καταδικάσθηκε για ακόμη μία φορά από το ΕΔΔΑ (για δημόσιες τοποθετήσεις Υπουργών, μελών δηλαδή της εκτελεστικής εξουσίας, που αφορούσαν ακριβώς σε εκκρεμή δικαστική υπόθεση).
Παρ’ όλα αυτά, θα πρέπει όλοι να γνωρίζουμε ότι η ελληνική δικαιοσύνη διαθέτει εκλεκτούς, εγκρατείς και σώφρονες δικαστές, οι οποίοι έχουν άριστη γνώση της υπερεθνικής και εθνικής νομολογίας σχετικά με την ένταση που συχνά παρατηρείται μεταξύ της ελευθερίας της έκφρασης και της προστασίας της προσωπικότητας. Και οι δικαστές αυτοί μπορούν να διατηρήσουν την αμεροληψία τους και το δίκαιο μέτρο στην κρίση τους ακόμη και υπό συνθήκες πίεσης.
Και κάτι τελευταίο για τον εγκαλούμενο-διωκόμενο: Ο Σταύρος Τσακυράκης είναι ένας πολύ αγαπητός πανεπιστημιακός δάσκαλος, διακρινόμενος από μία σπάνια επιστημονική εντιμότητα και ακεραιότητα χαρακτήρα. Με τις εκάστοτε δημόσιες παρεμβάσεις του μπορεί κανείς να διαφωνεί ή να συμφωνεί· δεν μπορεί ωστόσο να αμφισβητήσει ότι χαρακτηρίζονται διαχρονικά από ανιδιοτέλεια και μία πηγαία αγωνία για την πορεία της χώρας. Ήδη υπό πολύ δυσκολότερες συνθήκες ο καθηγητής Τσακυράκης έχει αποδειχθεί αδιαπραγμάτευτος μαχητής της ελευθερίας, χωρίς μάλιστα να έχει εκμεταλλευθεί προς ίδιον όφελος εκείνες τις παλαιότερες μάχες. Για όλους αυτούς τους λόγους έχει κερδίσει τον βαθύ σεβασμό των συναδέλφων του, ιδίως των νεωτέρων.
*Δημοσιεύθηκε στο www.booksjournal.gr, 2.3.2016.