«Είχα ακουστά για μια σπάνια αρρώστεια του εγκεφάλου. Ονομάζεται σύνδρομο του Μπαλίντ. Ψυχική παράλυση της ματιάς αφού η όραση και τα νεύρα που κινούν τα μάτια, όλα είναι ακέραια. Αλλά τα μάτια καρφώνονται κάπου και τίποτα άλλο δεν μπορούν να δουν. Παρά μια κουκκίδα από ολόκληρο τον κόσμο και τίποτα πιο εκεί σα να έχει ανεπανόρθωτα χαθεί η προσοχή. Προς την θέα της ζωής.» Με τον εναργή όσο και λυρικό αυτόν τρόπο περιγράφει ο Γιώργος Χειμωνάς μία σπάνια νευρολογική πάθηση, το «σύνδρομο του Balint» (Πεζογραφήματα, εκδ. Καστανιώτη 2005, σ. 403-404).
Ίσως η πάθηση αυτή χαρακτηρίζει πλέον την χώρα μας, τόσο την κοινωνία όσο και το πολιτικό μας σύστημα. Δυστυχώς, ιδίως από την κρίση και μετά, μοιάζει πλέον να κοιτάμε αλλά να μην βλέπουμε, μοιάζει η ματιά μας να έχει καρφωθεί σ’ εκείνην την κουκκίδα που λέγεται παρόν ή πολύ βραχύς χρονικός ορίζοντας (δηλαδή πώς θα βγουν οι επόμενοι μήνες). Κι έτσι φαίνεται να έχει χαθεί η προσοχή προς την θέα της ζωής, το αύριο. Ζούμε ως κοινωνία και πολιτικό σύστημα χωρίς σχεδιασμό για το μέλλον, ενώ ο κόσμος γύρω μας αλλάζει ολοένα με ταχύτερους ρυθμούς. Από τις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις και τις μεταβολές στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας μέχρι την προϊούσα γήρανση του πληθυσμού και το συνταξιοδοτικό, ενώ βλέπουμε τις προκλήσεις και τα προβλήματα, αυτά δεν μας πολυαγγίζουν, πορευόμαστε τον δρόμο της αδράνειας.
Η κοντόθωρη κι απαθής προσέγγισή μας δεν περιορίζεται μόνον σε πολυσυζητημένα στον Τύπο προβλήματα, όπως το δημογραφικό ή το συνταξιοδοτικό, αλλ’ επεκτείνεται και σε άλλους τομείς εξίσου κρίσιμους για το μέλλον της πατρίδας μας – οι οποίοι, ωστόσο, εμφανίζουν το «μειονέκτημα» ότι «δεν κερδίζουν εκλογές». Σε δύο τέτοιους τομείς εστιάζω την προσοχή μου στην συνέχεια:
- Υποδομές – Δίκτυα: Εδώ φαίνεται ότι η χώρα δεν διαθέτει πλέον κάποιον σοβαρό μακροπρόθεσμο και κυρίως συνολικό σχεδιασμό. Μεγάλα δε έργα που ήδη έχουν δρομολογηθεί, όπως το Ελληνικό, η γραμμή 4 του μετρό της Αθήνας ή το μετρό Θεσσαλονίκης, παρουσιάζουν συνεχώς σημαντικές καθυστερήσεις. Ακόμη όμως και υπό συνθήκες δημοσιονομικής στενότητας, ο σχεδιασμός και η υλοποίηση βασικών έργων υποδομής (όπως μετρό, σιδηροδρομικά δίκτυα, αυτοκινητόδρομοι κ.ά.) θα πρέπει να συνεχισθούν και να επιταχυνθούν. Τα έργα αυτά βελτιώνουν ουσιωδώς το βιοτικό μας επίπεδο, δημιουργούν θέσεις εργασίας, βοηθούν τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα, ενισχύουν την κινητικότητα και την επιχειρηματικότητα.
Αρκεί να θυμίσω εδώ ότι το μετρό της Αθήνας, μαζί με την Αττική Οδό, άλλαξαν τον χάρτη των δημοσίων μεταφορών στην Αττική, υπήρξαν δε ευεργετικά για τις ζωές όλων σχεδόν των κατοίκων της. Όπως, άλλωστε, έχει επισημάνει κι ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν Βάλντις Ντομπρόβσκις (σε μία προσπάθεια να τονίσει και την σχετική –χρηματοδοτική κυρίως– συμβολή της ΕΕ): το μετρό «μείωσε την κυκλοφοριακή συμφόρηση στις κεντρικές αρτηρίες, μείωσε τον χρόνο μετακίνησης από 40 σε 10 λεπτά, ελευθέρωσε χώρους πάρκινγκ στην πόλη, μείωσε τις εκπομπές αερίων, όπως και τα τροχαία ατυχήματα. Έδωσε επίσης ζωή στις γειτονιές κοντά στους σταθμούς του μετρό, οι οποίες αναβαθμίστηκαν αισθητά….» (εφημ. Καθημερινή, 31.5.2015, σ. 6). Οφέλη όλα αυτά που όλοι πλέον αναγνωρίζουμε.
- Παιδεία – Τεχνολογία: Σήμερα στον κόσμο βρίσκεται σε εξέλιξη η σαρωτική 4η Βιομηχανική Επανάσταση. Τεχνητή νοημοσύνη, αλγόριθμοι και ρομποτική, βιοτεχνολογία και νευροεπιστήμες δημιουργούν έναν εντελώς καινούριο κόσμο. Θαυμαστό ή μη ο χρόνος θα δείξει. Ένα είναι βέβαιο: Οι επιπτώσεις θα είναι δραστικές και πολυεπίπεδες. Δυστυχώς, πολλές από τις σημερινές θέσεις εργασίας, ειδικευμένων ή ανειδίκευτων εργατών, πτυχιούχων ή μη, δεν θα επιβιώσουν. Στο μέλλον δε οι άνθρωποι θα χρειάζεται να αλλάζουν συχνά, κατά την διάρκεια του βίου τους, αντικείμενο απασχόλησης. Αυτές οι μεταβολές θα έχουν αντίκτυπο και στα εκπαιδευτικά συστήματα, θα επηρεάσουν μάλιστα ακόμη και παραδοσιακά αντικείμενα, όπως τις ιατρικές ή τις νομικές σπουδές. Λ.χ. υφίστανται ήδη εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης που διαγιγνώσκουν μορφές καρκίνου με μεγαλύτερη ακρίβεια και ταχύτητα από έναν γιατρό. Επιδημίες και ασθένειες θα προβλέπονται επίσης με μεγάλη ακρίβεια και ταχύτητα, με μόνη την αλγοριθμική επεξεργασία δεδομένων ευρείας βάσης (big data) – που χαρίζουμε, βεβαίως, όλοι απλόχερα λ.χ. μέσω των κοινωνικών δικτύων ή των περιηγήσεών μας στο διαδίκτυο. Ασφαλώς, το τίμημα για όλα αυτά δεν θα είναι αμελητέο, κυρίως για την ιδιωτικότητά μας. Η εξέλιξη αυτή, όμως, δύσκολα μπορεί να ανακοπεί· αντιθέτως, θα συνεχίσει να εξαπλώνεται με καταιγιστικούς ρυθμούς, και γι’ αυτό δεν μπορεί κανείς να την παραβλέπει (βλ. την γλαφυρή περιγραφή αυτού του μέλλοντος που έρχεται με ορμή από τον Χαράρι στο «Homo Deus», 2017).
Το θέμα είναι πώς αποφασίζουμε εμείς πλέον, σ’ αυτή τη μικρή και αδύναμη χώρα, να χαράξουμε την εκπαιδευτική μας πολιτική, ώστε να προσαρμοστούμε στη νέα πραγματικότητα. Έχουμε ξεκινήσει έναν σοβαρό εθνικό διάλογο επί του θέματος; Προετοιμάζουμε τις νέες γενιές για αυτό που έρχεται; Θέλουμε πραγματικά να θέσουμε ως πρώτη προτεραιότητα της εκπαιδευτικής πολιτικής την έρευνα αιχμής και τις νέες «εκθετικές» τεχνολογίες και έτσι να γίνουμε πόλος έλξης –με σύμμαχό μας και το ιδανικό κλίμα– για νέους επιστήμονες από όλον τον κόσμο;
Δυστυχώς, προς το παρόν δεν μπορεί να είναι κανείς ιδιαίτερα αισιόδοξος, ιδίως όταν βλέπει την Κυβέρνηση να προτάσσει την ίδρυση μιας ακόμη Νομικής Σχολής στη χώρα ή μία σειρά συνενώσεων ΤΕΙ με Πανεπιστήμια χωρίς ουσιαστική μελέτη και ορθολογικό σχεδιασμό· βιώνουμε, έτσι, και πάλι γνωστές διευθετήσεις «πολιτικού χαρακτήρα».
Και στη χώρα μας υπάρχει, γενικότερα, μία επικυριαρχία της λογικής της πολιτικής διευθέτησης επί του σοβαρού μακροπρόθεσμου σχεδιασμού. Τα τελευταία χρόνια, όμως, η έλλειψη ενός τέτοιου σχεδιασμού έχει προσλάβει επικίνδυνες διαστάσεις. Η πολιτική συζήτηση επικεντρώνεται σχεδόν αποκλειστικά στην επόμενη «κοινοβουλευτική μάχη» ή αξιολόγηση των «θεσμών». Η όρασή μας έχει εξασθενήσει αισθητά.
Μοιάζουμε πλέον με τον λαγό που, τυφλωμένος από τους προβολείς των αυτοκινήτων, στέκεται ακίνητος στη μέση ενός αυτοκινητοδρόμου. Τα μάτια μας είναι καρφωμένα στο σήμερα και στην προσωρινή διαχείριση τρεχόντων ζητημάτων· ίσως και να ακούμε την «βοή των πλησιαζόντων γεγονότων» –που μόνον «μυστική» πλέον δεν είναι–, αλλά μένουμε απαθείς. Έχουμε παραδοθεί στη σαγήνη μιας παραλυτικής νομοτέλειας· ελάχιστα, θεωρούμε, εξαρτώνται από τα χέρια μας, από την προσωπική μας θέληση και προσπάθεια. Υπάρχει, έτσι, μία διάχυτη λατρεία της μοιρολατρίας. Σύνδρομο του Μπαλίντ πριν από το ατύχημα;
*Δημοσιεύθηκε στο Βήμα της 13.1.2019, σ. 19.3 («νέες εποχές»).