Μας συμβαίνει συχνά: Μπαίνουμε σε ένα κατάστημα ηλεκτρικών ειδών και αφιερώνουμε αρκετή ώρα για να επιλέξουμε μία συσκευή της αρεσκείας μας· κατόπιν, φθάνουμε στο ταμείο, όπου για πρώτη φορά μάς παρουσιάζονται οι λεγόμενοι «γενικοί όροι των συναλλαγών», που καθορίζουν σημαντικές πτυχές της συναλλαγής μας (λ.χ. τα δικαιώματά μας σε περίπτωση ελαττωματικότητας της συσκευής, την τυχόν παρεχόμενη «εγγύηση» κοκ). Εκείνη τη στιγμή, ωστόσο, κατά την οποία έχει κλιμακωθεί η εμπλοκή μας στη συναλλαγή, σκεφτόμαστε ότι θα ήταν κρίμα να πάει χαμένος ο χρόνος που ήδη δαπανήσαμε, γι’ αυτό και δεν δίνουμε ιδιαίτερη σημασία στους γενικούς όρους, τους αποδεχόμαστε αβλεπτί και προχωρούμε στην ολοκλήρωση της συναλλαγής.
Οι έμποροι γνωρίζουν καλά αυτή την αδυναμία μας. Όπως την γνωρίζει επίσης και η επιστήμη των συμπεριφορικών οικονομικών (βλ. σχετ. και άρθρο μου στην Οικονομική Καθημερινή της 15.10.17): πρόκειται για την ανορθολογική επιρροή που συχνά μας ασκεί το σύνδρομο του λεγόμενου μη ανακτήσιμου κόστους (sunk cost). Το κόστος αυτό παριστά τον χρόνο και κόπο που αναλώσαμε ήδη για μία δραστηριότητα, αφορά δηλαδή σε πόρους που δεν θα μπορούν να ανακτηθούν σε περίπτωση που η δραστηριότητα διακοπεί. Και επειδή συχνά θεωρούμε ότι είναι κρίμα να πάει χαμένη η επένδυσή μας αυτή σε χρόνο και κόπο, επιλέγουμε να συνεχίσουμε την εμπλοκή μας στη δραστηριότητα, μολονότι αυτή δεν είναι πλέον συμφέρουσα και γι’ αυτό η ορθολογική επιλογή θα ήταν εκείνη της απεμπλοκής, έτσι ώστε να περιορισθούν και οι προκαλούμενες εντεύθεν ζημίες.
Σύμφωνα με το ορθολογικό υπόδειγμα, όταν βρισκόμαστε σε μία κατάσταση αποφάσεως, θα πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη μόνον τα μελλοντικά κόστη και οφέλη που προκύπτουν από μία επιλογή μας. Αντιθέτως, τυχόν μη ανακτήσιμα κόστη, στα οποία έχουμε ήδη υποβληθεί και τα οποία δεν επηρεάζουν μελλοντικά κόστη ή οφέλη, δεν πρέπει κανονικά να ασκούν επιρροή στις αποφάσεις μας, καθώς το παρελθόν δεν αλλάζει: ὃ γέγονε, γέγονε. Οι ορθολογικοί συναλλασσόμενοι έχουν, κατ’ αρχήν, στραμμένο το βλέμμα τους στο μέλλον, παραβλέποντας συνειδητά παρελθούσες επενδύσεις σε χρόνο, χρήμα ή ενέργεια. Εξού, άλλωστε, και το γνωστό γνωμικό μάς συμβουλεύει «να μην κλαίμε πάνω από το χυμένο γάλα».
Παρ’ όλα αυτά, στην πράξη το σύνδρομο του μη ανακτήσιμου κόστους συχνά μας κρατάει δέσμιους σε οικονομικές συναλλαγές ή περιουσιακές σχέσεις που μας προκαλούν ολοένα και μεγαλύτερες ζημίες. Για παράδειγμα, ο χρόνος, το χρήμα κι η ενέργεια που έχουμε επενδύσει σε μία παλαιά, αλλά ζημιογόνο πλέον οικογενειακή επιχείρηση δεν μας επιτρέπουν να δούμε τα πράγματα καθαρά και να αποφασίσουμε το κλείσιμό της, περιορίζοντας τις ζημίες μας. Εξίσου συχνά, επίσης, παρατηρείται σε (ιδιώτες) επενδυτές η τάση, μετά την πτώση μιας μετοχής που είχαν αγοράσει σε υψηλή τιμή, να αγοράζουν και άλλες ίδιες μετοχές σε χαμηλότερη τιμή, προκειμένου να χαμηλώσουν τη μέση τιμή κτήσης τους· έτσι, όμως, το μόνον που επιτυγχάνουν είναι να συγκαλύψουν τις απώλειες που είχαν από την πρώτη αγορά των μετοχών σε υψηλή τιμή. Ασφαλώς, το ίδιο φαινόμενο ασκεί ενίοτε δυσμενή επιρροή και κατά τη λήψη αποφάσεων που αφορούν στην προσωπική μας κατάσταση: υπάρχουν λ.χ. ζευγάρια που, ενώ βλέπουν ότι το μέλλον τους δεν μπορεί πλέον να είναι κοινό, συντηρούν μία αδιέξοξη και ψυχοφθόρο συνύπαρξη, σκεπτόμενα μόνον ότι θα ήταν κρίμα να πάνε χαμένα όλα τα προηγούμενα έτη της συμβίωσης και οι θυσίες που τα συνόδευσαν· προφανώς, σε τέτοιες καταστάσεις, προηγείται αρχικά μία σοβαρή προσπάθεια διάσωσης της σχέσης, αλλά, όταν αυτή δεν αποδίδει, η λύση είναι πλέον η αποδοχή ενός βαρέος μη ανακτήσιμου κόστους και η δύσκολη απόφαση για την επόμενη ημέρα.
Ενόψει των παραπάνω, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει η συμπεριφορά ορισμένων οξυδερκών διευθύνοντων συμβούλων, οι οποίοι, μόλις αναλαμβάνουν τα ηνία μιας εταιρείας σε μία δύσκολη συγκυρία (λ.χ. κατόπιν μιας σοβαρής περιβαλλοντικής ζημίας που προκάλεσε η δραστηριότητα της εταιρείας), αποδέχονται ταχύτατα και δημοσίως τη δεινή θέση της εταιρείας καθώς και τις τυχόν ευθύνες της έναντι τρίτων, σε μία προσπάθεια να κλείσουν άμεσα τα διάφορα ανοιχτά μέτωπα (δικαστικά και άλλα)· έτσι, περιορίζουν δραστικά τις πηγές ζημίας και αφιερώνουν πλέον την ενέργειά τους στις μελλοντικές προοπτικές της εταιρείας.
Μία τέτοια ορθολογική στάση έχει εν γένει μεγάλη σημασία για την οικονομική επιβίωση επιχειρήσεων, αλλά και ιδιωτών, προεχόντως σε περιόδους οικονομικής κρίσεως. Αναμφίβολα απελευθερώνει δυνάμεις και πόρους για το μέλλον. Βεβαίως, η παραδοχή περί χαμένου χρόνου και κόπου παραμένει σε αρκετές περιπτώσεις μία δύσκολη υπόθεση, σε προσωπικό ιδίως επίπεδο. Με το να στεκόμαστε όμως άπραγοι πάνω από το χυμένο γάλα δεν πετυχαίνουμε τίποτε.
*Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή (Οικονομική) της 28-29.10.2917, σ. 8.