Από κοινού με τον Θεολόγο Μίντζα, Δικηγόρο
Ο τίτλος του παρόντος άρθρου δεν παραπέμπει μόνο στην κρίσιμη απόφαση που εκδόθηκε μόλις πρόσφατα από το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, την Trump v. United States (1.7.24). Υποδηλώνει, ταυτόχρονα, και την επίθεση που δέχεται τα τελευταία δέκα περίπου χρόνια από τον Ντόναλντ Τραμπ και τους συνοδοιπόρους του η αμερικανική δημοκρατία. Οι διάδικοι, τόσο στην απόφαση που θα εξετάσουμε στη συνέχεια όσο και στο μεγάλο δικαστήριο της Iστορίας, είναι ο Τραμπ και οι ΗΠΑ και ευρύτερα, στο πρόσωπο των τελευταίων, το μοντέλο της ίδιας της δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας, όπως το γνωρίσαμε μεταπολεμικά – με τα πολλά πλεονεκτήματα, αλλά και τα ελαττώματά του.
Όπως σχεδόν όλες οι κρίσιμες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου των τελευταίων ετών, έτσι και η Τραμπ κατά ΗΠΑ λήφθηκε με πλειοψηφία 6-3. Οι έξι συντηρητικοί και υπερσυντηρητικοί δικαστές υπέρ, οι τρεις προοδευτικοί και μετριοπαθείς δικαστές κατά.
Αφετηρία της υπόθεσης στάθηκε η ποινική δίωξη που έχει ασκηθεί κατά του Τραμπ για την εκ μέρους του οργανωμένη απόπειρα να ανατρέψει το αποτέλεσμα των εθνικών εκλογών του 2020 και να εμποδίσει την απολύτως νόμιμη εκλογή Μπάιντεν στην Προεδρία. Σύμφωνα με τη δίωξη, ο Τραμπ –ενόσω εκτελούσε ακόμη χρέη Προέδρου, μετά την εκλογική ήττα του Νοεμβρίου του 2020– διέσπειρε τόσο εντός του κρατικού μηχανισμού όσο και δημοσίως, ψευδώς και εν γνώσει του, ότι έγινε νοθεία στις εκλογές και καταχράστηκε απροκάλυπτα την εξουσία του με μόνο σκοπό την παραμονή του στην Προεδρία. Κατηγορείται δε ότι αρχικά πίεσε και απείλησε εκπροσώπους συγκεκριμένων Πολιτειών να αλλάξουν τα εκλογικά αποτελέσματά τους. Στη συνέχεια, ενορχήστρωσε και έθεσε σε εφαρμογή μία παράλληλη διαδικασία ανάδειξης ψευδοεκλεκτόρων που υποστήριζαν τον ίδιο. Ακόμη, απείλησε με απόλυση τον Γενικό Εισαγγελέα αν δεν συμμορφωνόταν με την επιθυμία του να διεξαγάγει ομοσπονδιακές έρευνες για δήθεν εκλογική νοθεία και να καλέσει συγκεκριμένες Πολιτείες να αλλάξουν τα αποτελέσματά τους. Επίσης, πίεσε επανειλημμένα και τον Αντιπρόεδρο Πενς να μην επικυρώσει το αποτέλεσμα των εκλογών. Επιστέγασμα της προσπάθειας Τραμπ να παραμείνει στην εξουσία ήταν η γνωστή επίθεση στο Καπιτώλιο την 6η Ιανουαρίου 2021. Ο Τραμπ συγκέντρωσε πλήθος οπαδών του έξω από το Καπιτώλιο, κάλεσε τον Πενς για πολλοστή φορά να μην επικυρώσει το εκλογικό αποτέλεσμα και στη συνέχεια o όχλος κατευθύνθηκε στο Καπιτώλιο, το οποίο και παραδόθηκε για κάποιες ώρες στην οργή του.
Αναμφίβολα, το κατηγορητήριο κατά του Τραμπ είναι βαρύτατο. Σύμφωνα με το Σύνταγμα των ΗΠΑ, μία από τις βασικές ευθύνες του Προέδρου είναι η τήρηση των νόμων και του Συντάγματος. Και όμως, εν προκειμένω, διατυπώνεται, αναλυτικά και τεκμηριωμένα, η κατηγορία ότι ο ίδιος ο Πρόεδρος επεδίωξε να ανατρέψει το αποτέλεσμα των εθνικών εκλογών και στην ουσία να καταλύσει την αμερικανική δημοκρατία. Θα περίμενε κανείς η βαριά αυτή κατηγορία να ληφθεί σοβαρά υπόψη στο σκεπτικό του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην απόφαση Τραμπ κατά ΗΠΑ. Ωστόσο, δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Το Δικαστήριο, επιδεικνύοντας πλήρη αδιαφορία για τα παραπάνω γεγονότα, έκρινε κατά πλειοψηφία ότι ο Πρόεδρος απολαύει απόλυτη ασυλία για ό,τι έχει σχέση με τις οριστικές και αποκλειστικές συνταγματικές αρμοδιότητές του (όπως λ.χ. η απονομή χάριτος). Επίσης, αναγνώρισε ότι ο Πρόεδρος έχει τεκμαιρόμενη ασυλία για όλες τις επίσημες πράξεις του. Συνεκδοχικά, το Δικαστήριο απεφάνθη ότι ένας Πρόεδρος μπορεί, αντιθέτως, να διωχθεί για τις ανεπίσημες πράξεις του κατά τη διάρκεια της θητείας του. Και ενώ δεν διευκρίνισε επακριβώς ποιες είναι οι επίσημες και ποιες οι ανεπίσημες πράξεις του Προέδρου –που είναι και η κρίσιμη εδώ διάκριση–, έθεσε ως κριτήριο των ανεπίσημων πράξεων το να βαίνουν αυτές ξεκάθαρα ή απτά πέρα από τις εξουσίες του Προέδρου. Με βάση το κριτήριο αυτό, ο διαχωρισμός ανάμεσα σε επίσημες και ανεπίσημες πράξεις μοιάζει εξαιρετικά ασαφής και δυσχερής.
Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν σταμάτησε, εν τούτοις, στα παραπάνω. Καθ’ υπέρβαση του ρόλου του, καθώς δεν είναι δικαστήριο ουσίας, έσπευσε να εξετάσει τις βασικές κατηγορίες σε βάρος του Τραμπ υπό το πρίσμα των γενικών κριτηρίων που διατύπωσε στο σκεπτικό του. Ειδικότερα, για την πλειοψηφία των κατηγοριών αυτών έκρινε ότι ενέπιπταν είτε στις οριστικές και αποκλειστικές αρμοδιότητές του ως Προέδρου είτε στις επίσημες πράξεις του (λ.χ. κατά τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου Τζον Ρόμπερτς: «Οποτεδήποτε ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος συζητούν, επιδίδονται σε επίσημη πράξη») και, άρα, ο Τραμπ δεν μπορεί ούτε καν να διωχθεί για αυτές, πόσο μάλλον να καταδικαστεί.
Κοντολογίς, η συντηρητική πλειοψηφία του Ανωτάτου Δικαστηρίου προστάτευσε τον Τραμπ όσο περισσότερο μπορούσε, επιχείρησε δε να καθυστερήσει και να δυσκολέψει πολύ την καταδίκη του, καθώς θα χρειαστεί αρκετό διάστημα για την προσαρμογή της δίωξης στα νέα δεδομένα της απόφασης, ενώ η έκβαση της διαδικασίας είναι πλέον εξόχως αβέβαιη. Επιπλέον, σε περίπτωση επανεκλογής του ρεπουμπλικάνου υποψηφίου, άνοιξε τον δρόμο για την πραγμάτωση των απειλών που έχει επανειλημμένα απευθύνει ο Τραμπ κατά των πολιτικών του αντιπάλων ενόψει τυχόν επανόδου του στον Λευκό Οίκο.
Είναι η πρώτη φορά από τη σύσταση του αμερικανικού κράτους που δημιουργείται ένα τόσο ευρύ πλαίσιο ποινικής ατιμωρησίας για τον Πρόεδρο των ΗΠΑ. Σειρά ευλόγων ερωτημάτων γεννάται ακόμη και σε αυτούς που δεν είναι νομικοί: Αν πράγματι οι Πρόεδροι απολαμβάνουν μία τόσο ευρεία ποινική ασυλία, για ποιον λόγο άραγε ο Πρόεδρος Φορντ απένειμε χάρη στον πρώην Πρόεδρο Νίξον (την οποία και εκείνος απεδέχθη) για το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ; Πώς είναι δυνατόν η απόπειρα ανατροπής του πολιτεύματος να εμπίπτει στο πεδίο οποιωνδήποτε αρμοδιοτήτων ενός Προέδρου; Ή, όπως επισημαίνει η δικάστρια Σόνια Σοτομαγιόρ στη μειοψηφία της, πώς είναι δυνατόν ο Πρόεδρος των ΗΠΑ να χαίρει κατ’ αρχήν ασυλίας ακόμη και αν διατάξει την επίλεκτη ομάδα ειδικών δυνάμεων να δολοφονήσει έναν πολιτικό αντίπαλο, αν οργανώσει πολιτικό πραξικόπημα για να παραμείνει στην εξουσία ή αν δωροδοκηθεί για να παράσχει χάρη; Η θετική απάντηση σε τέτοια ερωτήματα, που κατ’ αρχήν φαίνεται να προκύπτει από το σκεπτικό της πλειοψηφίας, τρομάζει.
Η αμερικανική δημοκρατία ιδρύθηκε για να διώξει έναν βασιλιά, εκείνον της Μεγ.Βρετανίας. Με την απόφαση Τραμπ κατά ΗΠΑ, όπως και πάλι εύστοχα σημειώνει η Σοτομαγιόρ, το Δικαστήριο δημιουργεί έναν νέο βασιλιά. Έναν πανίσχυρο Πρόεδρο που μπορεί ουσιαστικά να κάνει ό,τι θέλει κατά την άσκηση της εξουσίας του. Δυστυχώς, θεσμοί με υψηλό κύρος, που είναι καταστατικά ταγμένοι στην προάσπιση της δημοκρατίας, όπως το Ανώτατο Δικαστήριο, υιοθετούν κρίσεις που καλλιεργούν το έδαφος για τη διολίσθηση προς τον αυταρχισμό.
Παραδοσιακά, οι αντίθετες θέσεις των δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου κλείνουν με φράσεις όπως «I respectfully dissent». Μπορεί να εκφράζουν γνώμη διαφορετική, ακόμη και ριζικά αντίθετη με εκείνην της πλειοψηφίας, όμως ο σεβασμός στον θεσμό παραμένει ακέραιος. Στην απόφαση Τραμπ κατά ΗΠΑ δεν ακολουθήθηκε, ωστόσο, αυτή η διατύπωση: η αντίθετη γνώμη της Σοτομαγιόρ κλείνει με την ιστορική φράση –ίσως και έκκληση– «With fear for our democracy, I dissent». Ο φόβος και η αγωνία υποκατέστησαν τον σεβασμό. Δικαίως δυστυχώς.
[Δημοσιεύτηκε -σε συντομότερη εκδοχή- στα Νέα της 12.7.24, σ. 2]