Η υπ’ αρ. 1/2023 Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του ΑΠ για το απόρρητο των επικοινωνιών και τον ρόλο της ΑΔΑΕ υπέστη έντονη δημόσια κριτική, και κατ’ εμέ δικαίως. Ας δούμε, όμως, πρώτα την ιστορική διάσταση των πραγμάτων:
Την άνοιξη του 2021, τρία μέλη της ΑΔΑΕ, μεταξύ των οποίων και ο πρόεδρός της Χρ.Ράμμος, εξέφρασαν δημοσίως και με εδραία επιχειρηματολογία την αντίθεσή τους στη νομοθετική κατάργηση της μέχρι τότε προβλεπόμενης δυνατότητας του υποκειμένου παρακολούθησης για λόγους εθνικής ασφαλείας να ενημερωθεί (υπό προϋποθέσεις) για την παρακολούθηση μετά τη λήξη αυτής. Τότε, λίγοι μπορούσαν να αντιληφθούν την κρισιμότητα του θέματος. Ώσπου φθάσαμε στον Αύγουστο του 2022 και τα γνωστά γεγονότα.
Η παραπάνω δυνατότητα ενημέρωσης επανήλθε μεν πρόσφατα με τον ν. 5002/2022 (άρ. 4 § 7), αλλά με τρόπο που πρακτικά υπονομεύει τη δυνατότητα αυτή και εγείρει σοβαρά ζητήματα συμβατότητας με το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) – ζητήματα που θα κριθούν πλέον από το ΣτΕ. Ωστόσο, η ΑΔΑΕ, από την πλευρά της, ορθώς επέμεινε στη διαφύλαξη της συνταγματικώς και νομοθετικώς εμπιστευμένης σ’ αυτήν αποστολής, διαχωρίζοντας την παραπάνω διαδικασία ενημέρωσης από τις ελεγκτικές εξουσίες που της επιφυλάσσει ιδίως το άρ. 6 § 1 του ν. 3115/2003. Στην τελευταία διάταξη προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι η ΑΔΑΕ διενεργεί, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν καταγγελίας, τακτικούς και έκτακτους ελέγχους, σε εγκαταστάσεις, αρχεία ή έγγραφα της ΕΥΠ, καθώς και τηλεπικοινωνιακών παρόχων. Η βαρύνουσα ειδική αυτή ρύθμιση έχει σαφές συνταγματικό έρεισμα (άρ. 19 § 2 Σ.), ενώ ουδόλως εθίγη από τον ν. 5002/2022, καθώς μάλλον έγινε αντιληπτό ότι αφενός μεν οι δύο επίμαχες νομοθετικές διατάξεις (του ν. 3115/2003 και του ν. 5002/2022) ρυθμίζουν διακριτές κατ’ αρχήν περιπτώσεις, αφετέρου δε ένας περαιτέρω περιορισμός των αρμοδιοτήτων της ΑΔΑΕ θα ήταν ευθέως αντισυνταγματικός.
Μολαταύτα, δραστική συρρίκνωση των ελεγκτικών αρμοδιοτήτων της ΑΔΑΕ συνεπάγεται η ερμηνευτική εκδοχή που υιοθετείται στη Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του ΑΠ. Η εκδοχή αυτή υπερτείνει το γράμμα και το πνεύμα του ν. 5002/2022, που είναι ήδη προβληματικός σε επίπεδο συμφωνίας με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ. Ουσιαστικά, η εν λόγω ερμηνευτική εκδοχή αφήνει περιθώριο για ανεξέλεγκτη δράση δημοσίων ή ιδιωτικών φορέων εις βάρος του απορρήτου των επικοινωνιών. Ας υποθέσουμε λ.χ. ότι ένας θύλακας εντός ΕΥΠ αυτονομείται (ενδεχόμενο που έχει αναφέρει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος) και, σε συνεργασία με υπαλλήλους κάποιου παρόχου, υποκλέπτει τηλεφωνικές συνομιλίες: δεν θα μπορεί να επιληφθεί εδώ η ΑΔΑΕ, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν καταγγελίας; Η απάντηση είναι ότι όχι απλώς δύναται, αλλά έχει συνταγματική υποχρέωση προς τούτο.
Γενικότερα, θα πρέπει να υπογραμμισθεί εδώ ότι οι ανεξάρτητες αρχές, και δη οι συνταγματικώς κατοχυρωμένες, λογοδοτούν μεν ενώπιον της Βουλής (εφόσον, βεβαίως, αυτή δεν αδιαφορεί), αλλά δεν υπόκεινται σε προληπτικό έλεγχο από την εκτελεστική ή τη δικαστική εξουσία· δεν αποστερούνται τις αρμοδιότητές τους ούτε την ανεξαρτησία τους μέσω προληπτικών παρεμβάσεων της εισαγγελικής αρχής. Όταν επιχειρείται το τελευταίο, δεν γεννάται κάποια, ούτως ειπείν, προσωπική διαφορά, αλλά ένα μείζον ζήτημα συνταγματικής και θεσμικής τάξεως, που βαίνει πέραν συγκεκριμένων προσώπων και τρέχουσας πολιτικής συγκυρίας.
Η απειλή, τέλος, ποινικών κυρώσεων στους «παραβάτες» των θέσεων που διατυπώνονται στην επίμαχη Γνωμοδότηση προβληματίζει ίσως ακόμη περισσότερο. Εύχομαι πραγματικά να μην καταλήξουμε εν έτει 2023, σε μία χώρα-μέλος της ΕΕ, σε διώξεις προέδρου ή μελών ανεξάρτητης αρχής, επειδή άσκησαν συνταγματικώς κατοχυρωμένες αρμοδιότητές τους. Όλοι μπορούμε να φανταστούμε τον πολλαπλά αρνητικό αντίκτυπο που θα έχει κάτι τέτοιο για τη χώρα μας. Ήδη, εξάλλου, η όλη σκοτεινή υπόθεση των παρακολουθήσεων, με τις κυβερνητικές ευθύνες που την συνοδεύουν, έχει προκαλέσει σοβαρό πλήγμα στη διεθνή εικόνα της χώρας. Αντί δε να υπονομεύεται ο ρόλος της ΑΔΑΕ, θα έπρεπε αυτή να στηριχθεί στην προσπάθειά της να ρίξει φως στις σκιές που έχουν απλωθεί απειλητικά πάνω από το κράτος δικαίου και τη φιλελεύθερη δημοκρατία μας.
[Δημοσιεύτηκε στην εφημ. Βήμα της Κυριακής 22.1.23]