Με βάση το πρόγραμμα ανταλλαγής των ελληνικών ομολόγων, όποιος ομολογιούχος είχε στην κατοχή του ομόλογο ονομαστικής αξίας 1.000 € αναγκάσθηκε, εμμέσως ή αμέσως, να το ανταλλάξει με δύο ομόλογα, το ένα προερχόμενο από το EFSF με ονομαστική αξία 150 € και λήξη μέσα σε δύο χρόνια (2014), το άλλο με εκδότη το ελληνικό δημόσιο, ονομαστική αξία 315 €, λήξη το 2042 (τριακονταετές δηλ.) και κλιμακούμενο επιτόκιο (2% μέχρι το 2016, 3% μέχρι το 2022 και μετά 4,3% μέχρι τη λήξη συν ρήτρα ανάπτυξης)· έτσι, ο ομολογιούχος απώλεσε άμεσα το 53,5% της ονομαστικής αξίας του ομολόγου (1.000 – 465 [150+315] = 535).
Η συντριπτική πλειονότητα των ομολογιούχων συμμετείχε εθελοντικά στο πρόγραμμα ανταλλαγής, ωστόσο ένα μικρό μέρος των ομολογιούχων επέλεξε να μη συμμετάσχει. Για την αντιμετώπιση της άρνησης αυτής, το ελληνικό κράτος αποφάσισε, με νομοθετική πράξη, την ενεργοποίηση των «ρητρών συλλογικής δράσης» (CACs), η οποία μετέτρεψε το κούρεμα σε υποχρεωτικό για τους εν λόγω ομολογιούχους. Κρίσιμο, πάντως, είναι το γεγονός ότι με τη νομοθετική αυτήν πράξη το κράτος επενέβη κατ’ ουσίαν στο περιεχόμενο των ομολόγων υπό ελληνικό δίκαιο που δεν εμπεριείχαν σχετική πρόβλεψη, διότι υπήρχαν και ομόλογα υπό ελληνικό και κυρίως αγγλικό δίκαιο που ήδη προέβλεπαν τη δυνατότητα του εν λόγω «εξαναγκασμού», καθιστώντας την έτσι περιεχόμενο της αρχικής συμφωνίας των μερών.
Εντούτοις, το πρόβλημα του νομοθετικού εξαναγκασμού μιας ομάδας ομολογιούχων να συμμετάσχουν στο κούρεμα παραμένει, εγείροντας σοβαρά νομικά ζητήματα. Η νομοθετική επέμβαση στην αξία ενός ομολόγου προσβάλλει κατ’ αρχήν υφιστάμενο περιουσιακό δικαίωμα του κατόχου. Εν πρώτοις, σε επίπεδο εθνικού δικαίου, το δικαίωμα αυτό προστατεύεται από το άρθρο 17 Σ περί προστασίας της ιδιοκτησίας, υπό τους σοβαρούς ωστόσο περιορισμούς που τίθενται στο άρθρο 106 Σ προς εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και προστασία του γενικού συμφέροντος. Έπειτα, σε επίπεδο υπερεθνικής έννομης τάξεως, το εν λόγω περιουσιακό δικαίωμα εμπίπτει στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου 1 του 1ου Προσθ. Πρωτοκ. της ΕΣΔΑ περί προστασίας της ιδιοκτησίας, υπό τους περιορισμούς όμως και εδώ που τίθενται στο άρθρο 15 της ΕΣΔΑ προς προστασία ενός κράτους έναντι δημοσίου κινδύνου που απειλεί την ύπαρξή του.
Περαιτέρω, σε επίπεδο δημοσίου διεθνούς δικαίου, τα εν γένει περιουσιακά δικαιώματα των επενδυτών προστατεύονται μέσα από ένα πλέγμα 2.800 και πλέον διακρατικών συμβάσεων περί προστασίας των επενδύσεων, οι οποίες και προβλέπουν κατά βάσιν ότι ένα κράτος πρέπει: α) να μεταχειρίζεται αλλοδαπούς και εγχώριους επενδυτές με όμοιο τρόπο, β) να μη μειώνει ουσιωδώς την αξία των επενδύσεών τους («απαλλοτριώνοντας» κατ’ ουσίαν περιουσιακά δικαιώματα, που απορρέουν λ.χ. από ομόλογα), και γ) εν γένει να μεταχειρίζεται τους επενδυτές με δίκαιο τρόπο, όπερ σημαίνει κυρίως προστασία των εύλογων προσδοκιών τους και απαλλαγή από εξαναγκασμούς.
Συνεπεία των ανωτέρω, διεθνώς πλέον οι ομολογιούχοι, πέραν της δυνατότητας προσφυγής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων του κράτους-εκδότη των τίτλων, μπορούν να προσφύγουν είτε στο Δικαστήριο του Στρασβούργου (ΕΔΔΑ) – αφού όμως πρώτα εξαντλήσουν τα εσωτερικά ένδικα μέσα του κράτους-εκδότη – είτε σε διεθνές διαιτητικό δικαστήριο επί τη βάσει μιας διακρατικής σύμβασης περί προστασίας των επενδύσεων. Τί δείχνει όμως η μέχρι στιγμής διεθνής εμπειρία και τί έχει να φοβάται η χώρα μας;
Κατ’ αρχάς, από μία αγωγή που έχουν καταθέσει 60.000 περίπου ιταλοί ομολογιούχοι εναντίον της Αργεντινής ενώπιον διαιτητικού δικαστηρίου διαφαίνεται ότι το κράτος-οφειλέτης έχει κατ’ αρχήν τη δυνατότητα να δικαιολογήσει την επέμβαση στην αξία κρατικών ομολόγων, επικαλούμενο μία επιτακτική ανάγκη προστασίας ουσιωδών εθνικών συμφερόντων. Σε μία τέτοια περίπτωση, πάντως, λαμβάνονται υπόψη σταθμίσεις αναλογικότητας και έκτακτης δημοσιονομικής ανάγκης, καθώς επίσης και το κατά πόσον η ασκηθείσα εθνική οικονομική πολιτική συνέβαλε στην κρίση δημοσίου χρέους, πέραν άλλων συγκαθοριστικών παραγόντων (όπως λ.χ. οι στοχευμένες επιθέσεις των αγορών). Οι παράμετροι αυτές μπορεί να αποδειχθούν στην πράξη εξαιρετικά κρίσιμες για τις διαιτητικές ή δικαστικές περιπέτειες που περιμένουν ένα κράτος μετά το κούρεμα. Στην περίπτωση δε της Αργεντινής, πέραν της ανωτέρω αγωγής των ιταλών ομολογιούχων, ακολούθησε μία πλημμυρίδα σχετικών διαιτητικών ή δικαστικών διαδικασιών, την ενεργοποίηση των οποίων ενθάρρυναν κυρίως τα λάθη της εθνικής οικονομικής πολιτικής. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα πρέπει να απασχολήσει σοβαρά και τη χώρα μας, η οποία, σημειωτέον, έχει συνάψει 43 διακρατικές συμβάσεις περί προστασίας των επενδύσεων, μεταξύ άλλων και με τη Γερμανία (1961).
Από την άλλη πλευρά, η μέχρι στιγμής νομολογία του ΕΔΔΑ δεν μπορεί να μας δώσει κάποια σαφή εικόνα αναφορικά με το πώς θα αντιμετώπιζε τους ομολογιούχους το ΕΔΔΑ, το οποίο πάντως φαίνεται κατ’ αρχήν να αναγνωρίζει στα κράτη περιθώρια επέμβασης σε υφιστάμενα περιουσιακά δικαιώματα, εφόσον τούτο δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος. Πρόσφατα, ωστόσο, το ΕΔΔΑ εξέδωσε απόφαση που αφορούσε ακριβώς στην αδυναμία κράτους να αποπληρώσει κρατικά ομόλογα (Lobanov κατά Ρωσίας, 11.4.2011/14.2.2012): επρόκειτο για ομολογιούχο που είχε στην κατοχή του εικοσαετή σοβιετικά ομόλογα με έτος έκδοσης το 1982, τις υποχρεώσεις εκ των οποίων αναδέχθηκε η ρωσική κυβέρνηση το 1992, η οποία όμως εν συνεχεία κωλυσιεργούσε να εκδώσει τις απαραίτητες εκτελεστικές πράξεις, προκειμένου να αποπληρωθούν τα εν λόγω ομόλογα. Το ΕΔΔΑ δικαίωσε τον ομολογιούχο, κρίνοντας ότι υπήρξε πράγματι παραβίαση του άρθρου 1 του 1ου ΠΠ της ΕΣΔΑ· παράλληλα δε, καταδίκασε το ρωσικό κράτος να καταβάλει στον αιτούντα, ως αποζημίωση, την πλήρη αξία των ομολόγων. Και αυτή η εξέλιξη θα πρέπει να προβληματίσει τη χώρα μας, διότι αποτυπώνει μία σημαντική θέση του ΕΔΔΑ.
*Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή (Οικονομική) της 8.4.2012, σ. 6.
Διαθέσιμο και στο https://www.kathimerini.gr/economy/local/455070/psi-kai-aganaktismenoi-omologioychoi/