Από το 1950 και μετά η Ελλάδα εμφάνισε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, επιτυγχάνοντας να συγκαταλεχθεί στα τέλη του 20ού αι. ανάμεσα στις πλουσιότερες χώρες του κόσμου, με αποκορύφωμα την είσοδό της στην Ευρωζώνη το 2001.
Ωστόσο, μετά το ξέσπασμα της δημοσιο-οικονομικής κρίσης η πατρίδα μας εισήλθε σε μία φάση προϊούσας αποανάπτυξης. Σύμφωνα με την ΕλΣτατ, σε σύγκριση με το 2008 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στη χώρα έχει μειωθεί πάνω από 25%, έχοντας πέσει πλέον σε επίπεδα προ του 2003 (περίπου 16.000 ευρώ). Η εξέλιξη αυτή παρακολουθεί την αντίστοιχη μείωση του ΑΕΠ της χώρας, το οποίο από το 2008 μειώθηκε κατά 28%, ενώ την ύφεση επέτεινε σημαντικά το καταστροφικό α’ εξάμηνο του 2015.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, με όρους κατά κεφαλήν ΑΕΠ η Ελλάδα κατατάσσεται πλέον στην 47η θέση παγκοσμίως (με 26.669 μονάδες διεθνούς δολαρίου), πολύ πιο κάτω από την Κύπρο (35η θέση), αλλά και πάλι μία θέση πάνω από τη Ρωσία, ενώ από πλευράς μέσου μισθού καταλαμβάνει την 28η θέση (με 19.189 δολάρια ΗΠΑ). Βεβαίως, σ’ αυτούς τους αριθμούς δεν αντικατοπτρίζεται το πραγματικό επίπεδο διαβίωσης, καθώς πρόκειται για μέσους όρους που δεν μας πληροφορούν για τις ανισοκατανομές εισοδήματος.
Ανησυχητικός είναι, επίσης, ο ρυθμός αποεπένδυσης στη χώρα (βλ. και πρόσφατη ομιλία του Καθηγητή Δ.Μαλλιαρόπουλου σε συνέδριο στη Μήλο, 12.07.2017): μακροχρόνιες επενδύσεις του παρελθόντος κλείνουν τον κύκλο τους και δεν αναπληρώνονται από νέες, το ύψος των άμεσων ξένων επενδύσεων παραμένει σε χαμηλά επίπεδα, ενώ το τραπεζικό σύστημα αδυνατεί –κυρίως λόγω «κόκκινων δανείων»– να παράσχει την απαραίτητη ρευστότητα για τη διευκόλυνση των επενδύσεων.
Περαιτέρω, απογοητευτική ασφαλώς είναι η εικόνα της ανεργίας στη χώρα: από 8% το 2008 έφθασε στο 27% το 2014, ενώ πλέον κινείται στα εξίσου υψηλά επίπεδα του 23%. Το φάσμα της ανεργίας διώχνει από τη χώρα ένα δυναμικό κομμάτι του πληθυσμού (brain-drain) και έτσι επιτείνεται και η πληθυσμιακή γήρανση.
Βεβαίως, για το δημογραφικό πρόβλημα και ιδίως τις επιπτώσεις του στο ασφαλιστικό σύστημα έχουν ήδη γραφεί πολλά. Η Ελλάδα γερνάει, ο πληθυσμός φθίνει και οι λύσεις που δίνονται κατά καιρούς για το ασφαλιστικό είναι απλά παυσίπονα βραχείας διαρκείας. Η εξαιρετικά χαμηλή πλέον αναλογία εργαζομένων-συνταξιούχων σε συνδυασμό με τα υψηλά ποσοστά αναπλήρωσης σκιαγραφούν ένα μη βιώσιμο, αλλά και διαγενεακά άδικο σύστημα.
Στα παραπάνω προστίθενται και μία σειρά από σοβαρές, διαχρονικές παθογένειες της πατρίδας μας: αναποτελεσματικός δημόσιος τομέας (με κύριο εδώ πρόβλημα την αλλεργία στην αξιολόγηση), ανοχή στην πάσης φύσεως παραβατικότητα, θεσμοί και κράτος δικαίου σε διαρκή κρίση.
Ακόμη δε μία εξαιρετικά κρίσιμη παθογένεια, που συχνά παραβλέπεται στον δημόσιο διάλογο αλλά συμβάλλει κι αυτή στην αποανάπτυξη, είναι η αδυναμία παρακολούθησης των σύγχρονων τεχνολογικών εξελίξεων. Η παθογένεια αυτή έχει όμως πλέον πολύ μεγάλη σημασία για το μέλλον της χώρας: δεν είναι μόνον το γεγονός ότι λ.χ. ακόμη πασχίζουμε να εγκαταστήσουμε σύγχρονα αυτόματα ακυρωτικά μηχανήματα στο μετρό (κάτι που είναι αυτονόητο σε άλλες χώρες, φτωχότερες μάλιστα της Ελλάδος), αλλά ότι, γενικότερα, εδώ και είκοσι περίπου χρόνια συντελείται παγκοσμίως μία συγκλονιστική τεχνολογική επανάσταση, έναντι της οποίας η χώρα μας παρουσιάζεται αδιάφορη και απροετοίμαστη (βλ. και Θ.Γεωργακόπουλο στην Καθημερινή της 28.07.17).
Μέσα στις επόμενες δεκαετίες η επανάσταση αυτή θα επιφέρει, ιδίως μέσω της εξέλιξης της τεχνητής νοημοσύνης, τεκτονικές αλλαγές στις κοινωνίες μας. Αυτοκινούμενα οχήματα και πλοία, διάφορες εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης ή ρομποτικής σε πεδία όπως η νομική ή η ιατρική αντιστοίχως, διαδραστικά εκπαιδευτικά μαθήματα μέσω διαδικτύου κοκ θα προκαλέσουν απώλεια πολλών θέσεων εργασίας, και μάλιστα σε κλάδους που έμοιαζαν μέχρι πρότινος προστατευμένοι. Έτσι, δεν θα επηρεαστούν μόνον χειρωνακτικά επαγγέλματα (όπως συνήθως συμβαίνει σε κάθε τεχνολογική εξέλιξη), αλλά και επαγγέλματα όπως αυτά του δικηγόρου, του γιατρού, του δασκάλου, του καθηγητή κ.ά. Η πολιτεία θα πρέπει να διαμορφώσει ένα αποτελεσματικό δίχτυ προστασίας για όσους θα μείνουν άνεργοι από τη μία μέρα στην άλλη (παρέχοντας επιδόματα ανεργίας, εξειδικευμένα προγράμματα διά βίου μάθησης κοκ), αλλά και να προσαρμόσει το εκπαιδευτικό της σύστημα στις ανάγκες της νέας εποχής.
Ασφαλώς, η νέα τεχνολογική επανάσταση έχει και τη θετική της πλευρά: θα διευκολύνει και θα παρατείνει τις ζωές μας, θα διευρύνει τον ελεύθερο χρόνο και τις δυνατότητές μας, θα μειώσει το κόστος πολλών αγαθών, θα απελευθερώσει πόρους· κάποιοι μάλιστα φθάνουν μέχρι του σημείου να ισχυριστούν ότι μπορεί και να καταργήσει εντελώς την εργασία – …αλλά αυτή είναι μουσική του απώτερου μέλλοντος.
Δυστυχώς, οι σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις παραμένουν, εν πολλοίς, εκτός του ορίζοντα αντίληψης του πολιτικού μας συστήματος. Το τελευταίο μοιάζει να έχει βολευτεί στη διαχείριση της μνημονιακής πραγματικότητας, σπανίως δε αναλαμβάνει πρωτοβουλίες, νομοθετικές ή άλλες, σε τομείς που δεν επηρεάζονται από τις μνημονιακές προβλέψεις – ή, όποτε αυτό συμβαίνει, η πρωτοβουλία κινείται προς το βαθύ σκοτάδι (βλ. τον πρόσφατο νόμο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση).
Εάν όμως δεν αντιληφθούμε πόσο σημαντική είναι η πρόκληση της σύγχρονης τεχνολογίας και ιδίως δεν επενδύσουμε σοβαρά πλέον στην έρευνα και την καινοτομία, εκμεταλλευόμενοι τις νέες τεχνολογικές δυνατότητες, κινδυνεύουμε όχι μόνον να μην μπορέσουμε να αναστρέψουμε την πορεία της αποανάπτυξης, αλλά και να δημιουργήσουμε νέες στρατιές ανέργων.
*Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή (Οικονομική) της Κυριακής της 13.8.2017, σ. 9.