Στη χώρα μας, δυστυχώς συχνά η εκδίκαση υποθέσεων που παρουσιάζουν έντονο δημόσιο ή κοινωνικό ενδιαφέρον καθυστερεί σημαντικά να ολοκληρωθεί, τουλάχιστον μέχρι να εκδοθεί απόφαση σε δεύτερο βαθμό. Οι υποθέσεις αυτές θέτουν υψηλές λειτουργικές και θεσμικές απαιτήσεις (μεγάλος αριθμός κατηγορουμένων και μαρτύρων, εμπλοκή πολιτικών προσώπων, κ.λπ.), οι οποίες δοκιμάζουν το σύστημα απονομής Δικαιοσύνης.
Τα σχετικά παραδείγματα είναι πολλά. Δίκες, όπως εκείνες της φονικής πλημμύρας στη Μάνδρα ή της Siemens, διήρκεσαν αρκετά χρόνια, με συνέπεια σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη και να παραγραφούν αδικήματα. Έπειτα, ας θυμηθούμε εδώ ότι η προκαταρκτική εξέταση για την υπόθεση των υποκλοπών μετράει πλέον δύο χρόνια, χωρίς κάποιο ορατό αποτέλεσμα και παρά την αιφνίδια άνωθεν αφαίρεση της δικογραφίας από τους εισαγγελείς πρωτοδικών και την ανάθεσή της σε αντεισαγγελέα του ΑΠ. Εξίσου χαρακτηριστική είναι η καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης της Χρυσής Αυγής (ΧΑ): έχουμε ήδη συμπληρώσει πάνω από δεκαετία από τη σύλληψη των μελών της ΧΑ και δεν έχει εκδοθεί ακόμη δευτεροβάθμια απόφαση, η δε πρωτοβάθμια δίκη διήρκεσε πεντέμισι χρόνια. Και αντί όλα αυτά τα χρόνια η Πολιτεία να λάβει μέτρα για την επιτάχυνση μιας τόσο σημαντικής δίκης, έχει επιδοθεί στη θέσπιση σειράς ρυθμίσεων που παραβιάζουν πρωτίστως το άρθ. 51 § 3 Συντ. περί αναγκαιότητας ύπαρξης αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για τη στέρηση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι. Η φιλελεύθερη Δημοκρατία ασφαλώς και αμύνεται έναντι των εχθρών της, αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνεται επί ζημία των ίδιων των θεμελίων της.
Το χειρότερο όλων είναι ότι οι καθυστερήσεις αυτές, σε δικαστικό ή ανακριτικό επίπεδο, κλονίζουν την εμπιστοσύνη των πολιτών στη Δικαιοσύνη και επιτείνουν την εν γένει καχυποψία τους έναντι των θεσμών. Και δεν είναι ζήτημα εδώ ευθυγράμμισης με κάποιο –κακώς νοούμενο οπωσδήποτε– «κοινό περί δικαίου αίσθημα», που μπορεί να ζητάει καταδίκες «εδώ και τώρα» και δη χωρίς τήρηση βασικών δικαιοκρατικών εγγυήσεων (όπως το τεκμήριο αθωότητας). Είναι ζήτημα αποκατάστασης ακριβώς της εμπιστοσύνης των πολιτών σε βασικούς πυλώνες ενός κράτους δικαίου, όπως είναι η Δικαιοσύνη.
Τις πταίει, όμως, για την κατάσταση αυτή; Ένα σοβαρό πρόβλημα, που αφορά κυρίως σε δίκες με πλήθος κατηγορουμένων και μαρτύρων, είναι η έλλειψη κατάλληλων δικαστικών αιθουσών. Σημαντικές ποινικές δίκες των τελευταίων ετών διεξάγονταν στο Εφετείο Αθηνών εκ περιτροπής, ήτοι κάποιες ημέρες μέσα στην εβδομάδα και ενίοτε με διαλείμματα αρκετών ημερών μεταξύ των δικασίμων. Σε ορισμένες δε περιπτώσεις, όπως στη δίκη για το Μάτι, οι συντελεστές της δίκης και οι συγγενείς των θυμάτων αντιμετώπισαν, ιδίως αρχικά, απαράδεκτες συνθήκες διεξαγωγής (από την εντελώς ακατάλληλη αίθουσα 12 του κτ. 9 της Ευελπίδων μέχρι την έλλειψη θέρμανσης στην αίθουσα τελετών του Εφετείου Αθηνών, κ.ά.). Πρόσφατα, μάλιστα, είδαμε ότι για την τραγωδία των Τεμπών χρειάστηκε να υπάρξει ειδική κινητοποίηση Εισαγγελίας, Περιφέρειας Θεσσαλίας και Υπουργείου Δικαιοσύνης για την εξασφάλιση κατάλληλης δικαστικής αίθουσας (στα ΤΕΙ Λάρισας) για την επερχόμενη δίκη.
Ωστόσο, προφανώς το κτιριακό δεν είναι το μόνο πρόβλημα. Όπως ορθώς έχει προταθεί στον επιστημονικό διάλογο –βλ. τις σκέψεις του συναδέλφου και Αρεοπαγίτη Στ.Πανταζόπουλου σε Ελληνική Δικαιοσύνη 5/2023–, κάποιες υποθέσεις με ιδιαίτερο κοινωνικό, νομικό ή άλλο ενδιαφέρον θα μπορούσαν να δικάζονται με ταχείς ρυθμούς, ασφαλώς χωρίς εκπτώσεις σε επίπεδο δικαιοκρατικών εγγυήσεων, εφόσον κριθεί αυτό αναγκαίο από τον προϊστάμενο του δικαστηρίου (κατά τρόπο αντικειμενικό και αμερόληπτο). Ειδικότερα, θα μπορούσε να ορίζεται σύντομη δικάσιμος για αγωγές αποζημίωσης λ.χ. από πολύνεκρα δυστυχήματα, πλημμύρες, πυρκαγιές, κ.λπ. Το ίδιο θα μπορούσε να ισχύσει και σε επίπεδο ποινικής ανάκρισης με την κατά προτεραιότητα επίσπευση των απαραίτητων ανακριτικών πράξεων και την ανάθεσή τους σε περισσότερους ανακριτές.
Επιπλέον, έχει μεγάλη σημασία, προπάντων σε τέτοιες απαιτητικές υποθέσεις, η στιβαρή και αποτελεσματική διεύθυνση της ποινικής δίκης, κυρίως προς εξοικονόμηση χρόνου. Όταν λ.χ. αναγιγνώσκονται έγγραφα, θα πρέπει ο δικαστής να περιορίζεται, όπως ο νόμος εξάλλου επιτάσσει (άρθρο 362 ΚωδΠοινΔικ), στην ανάγνωση των ουσιωδών σημείων των εγγράφων και να μην τα αναγιγνώσκει σχεδόν στο σύνολό τους – όπως, δυστυχώς, συμβαίνει ενίοτε. Εν κατακλείδι, Δικαιοσύνη που καθυστερεί, ιδίως σε υποθέσεις με ευρύτερο δημόσιο ενδιαφέρον, υπονομεύει την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς, αφήνει δε ανεπούλωτα ατομικά και συλλογικά τραύματα. Η ταχύτερη εκδίκαση τέτοιων υποθέσεων δεν παρέχει μόνον παρηγορία στους συγγενείς θυμάτων, αλλά και περιφρουρεί την κοινωνική ειρήνη.
[Δημοσιεύτηκε στο Βήμα της Κυριακής 28.04.2024, Νέες Εποχές, σ. 5]