Άχαρη μεν η αφετήρια διευκρίνιση, πλην όμως αναγκαία σε μία χώρα με διαρκώς οξυμμένα πνεύματα: Με το περίφημο άρθρο της Σώτης Τριανταφύλλου (εφημ. «Athens Voice») και την ειδικότερη αποστροφή της περί «φανατικού και μετριοπαθούς μουσουλμάνου» διαφωνώ εντόνως· μεταξύ άλλων, η απόδοση συλλήβδην εγκληματικών χαρακτηριστικών σε εθνοτικές, θρησκευτικές ή άλλες ομάδες προσώπων, με αφορμή ενέργειες ορισμένων μελών της ομάδας, αποτελεί έναν τουλάχιστον στρεβλό και ασύνετο τρόπο ανάλυσης της πραγματικότητας, που καταφανώς αδικεί τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας. Είναι, όμως, δυνατόν μία τέτοια ένεργεια να οδηγήσει στην ποινική καταδίκη της συγγραφέως;
Η ελευθερία του λόγου αποτελεί αξία δομικής φύσεως σε μία φιλελεύθερη, δημοκρατική κοινωνία. Κατά τον Τζον Στιούαρτ Μιλλ, ο μόνος τρόπος να αναδυθεί η αλήθεια επί ενός συγκεκριμένου ζητήματος είναι η διαρκής αντιπαράθεση ιδεών και απόψεων, η θέση τους υπό την βάσανο της δημόσιας συζήτησης, η εξέταση και επανεξέταση της βασιμότητας των επιμέρους επιχειρημάτων.
Έπειτα, όταν εξοβελίζουμε συγκεκριμένες θεματικές από τον δημόσιο διάλογο και δημιουργούμε ζητήματα «ταμπού», ρίχνουμε νερό στον μύλο των δήθεν «αντισυστημικών» και των ακραίων, που μέμφονται το «σύστημα» για ασφυκτική «πολιτική ορθότητα». Ο δημόσιος διάλογος λειτουργεί σαν βαλβίδα εκτόνωσης. Οι αποκρουστικές μισαλλόδοξες απόψεις αργά ή γρήγορα θα καταρρεύσουν μέσα από την δημόσια αντιπαράθεση· όχι όμως διά του αποκλεισμού τους, ο οποίος συχνά οδηγεί και στην ηρωοποίηση των προσώπων που τις εκφέρουν. Αν, βεβαίως, τέτοιες απόψεις μετουσιωθούν σε αξιόποινες πράξεις, τότε ο λόγος ανήκει, δίχως άλλο, στην ποινική δικαιοσύνη.
Επιπλέον, όμως, η ελευθερία του λόγου έχει και εγγενή αξία (intrinsic value), εμπίπτουσα έτσι στο προστατευτικό πεδίο όχι μόνον του άρθρου 14 παρ. 1 Συντ. περί της ελευθερίας της έκφρασης, αλλά και του άρθρου 5 παρ. 1 Συντ. περί της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας· αποτελεί δηλαδή όρο ουσιώδη για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, ιδίως για συγγραφείς, επιστήμονες, δημοσιογράφους, διαδικτυακούς σχολιαστές-ιστολόγους κοκ. Και προφανώς η τεταμένη σχέση μεταξύ της ελευθερίας του λόγου και της προσβολής της προσωπικότητας ή των μειονοτικών δικαιωμάτων δεν επιλύεται μόνον σε επίπεδο εθνικής νομοθεσίας, αλλά συχνότατα καθιστά αναγκαία την αναγωγή σε συνταγματικές και υπερεθνικές αρχές και αξιολογήσεις, καθώς επίσης και στην σχετική νομολογία ανωτάτων δικαστηρίων, εθνικών και υπερεθνικών (βλ. κυρίως Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου).
Δίχως αμφιβολία, οι διατάξεις του Ν. 927/1979 (όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 4285/2014), γνωστού και ως «αντιρατσιστικού», δεν είναι τυχαίες. Ρητορική μίσους, αλλά και πρακτικές μίσους είναι διάχυτες στην κοινωνία μας και απαιτούν εγρήγορση και αποτελεσματική αντιμετώπιση. Ωστόσο, κάπου πρέπει, ως δικαιοκρατούμενη πολιτεία, να χαράξουμε την διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο ποινικώς κολάσιμο και το νομικώς επιτρεπτό, ανάμεσα στον λόγο που συνιστά ευθεία προτροπή για άσκηση βίας εις βάρος συγκεκριμένων προσώπων ή ομάδων προσώπων και στον λόγο που καλύπτεται κατ’ αρχήν από την ελευθερία της γνώμης.
Υπάρχουν ασφαλώς και άλλες έννομες τάξεις που έχουν ασχοληθεί με το ζήτημα και έχουν χαράξει επιτυχώς σχετικά όρια. Επί δεκαετίες, λ.χ., το πασιφιστικό κίνημα στην Δυτ.Γερμανία χρησιμοποιούσε το σύνθημα «οι στρατιώτες είναι δολοφόνοι». Κατόπιν μηνύσεων για δημόσια διέγερση που υπέβαλαν διάφοροι ενδιαφερόμενοι –μεταξύ άλλων και ο ακραία συντηρητικός παλαιός Πρωθυπουργός της Βαυαρίας Στράους–, τα γερμανικά δικαστήρια ασχολήθηκαν με το ζήτημα, το οποίο ήχθη τελικώς ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου της χώρας. Το τελευταίο δικαίωσε την σκληρή ρητορική των πασιφιστών με το ακόλουθο σκεπτικό: Η προστασία της ελευθερίας της γνώμης καταλαμβάνει όχι μόνον το περιεχόμενο μιας δημόσιας τοποθέτησης, αλλά και την μορφή της· το γεγονός ότι μία θέση διατυπώνεται κατά τρόπο πολεμικό ή προσβλητικό, δεν σημαίνει ότι παύει να καταλαμβάνεται από το συνταγματικό δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης. Οι πασιφιστές δε, με την φράση τους «οι στρατιώτες είναι δολοφόνοι», δεν ισχυρίστηκαν σε σχέση με συγκεκριμένους στρατιώτες ότι αυτοί (οι συγκεκριμένοι) διέπραξαν φόνους κατά το παρελθόν, αλλ’ αντιθέτως διετύπωσαν μία αξιολογική κρίση (και όχι γεγονοτικό ισχυρισμό) εν γένει για τους στρατιώτες και το επάγγελμα του στρατιώτη, το οποίο, υπό συνθήκες πολέμου, οδηγεί στην θανάτωση άλλων ανθρώπων (απόφαση της 10.10.1995). Η απόφαση αυτή προκάλεσε αρχικά έντονες αντιδράσεις στην κοινωνία, τον πολιτικό και νομικό κόσμο της Γερμανίας, πλέον όμως αναγνωρίζεται ως απόφαση-ορόσημο.
Εν κατακλείδι: Η αντίθεσή μας στο μίσος και την βία πρέπει να είναι αταλάντευτη. Οι πάσης φύσεως δημαγωγοί, δημεγέρτες, κήρυκες του μίσους και της μισαλλοδοξίας θα πρέπει να συναντούν την θαρρετή, αλλά και ψύχραιμη αντίδρασή μας στον δημόσιο λόγο. Συγχρόνως, όμως, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι σε μία σύγχρονη δυτική δημοκρατία προστατεύεται κατ’ αρχήν και ο λόγος που μας ενοχλεί ή και εξοργίζει, στο πλαίσιο δε αυτό επιτρέπεται και η κατασπατάληση, η κατασώτευση της ελευθερίας του λόγου. Μια τέτοια δυνατότητα κατασώτευσης αναγνωρίζεται και στην συγγραφέα Σώτη Τριανταφύλλου· περιθώριο εδώ για ποινικό κολασμό δεν υπάρχει.
*Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή της 11.6.2017, σ. 23.