Σε αντίθεση με κάποιες απαισιόδοξες αρχικές εκτιμήσεις, μέχρι στιγμής η Ελλάδα κατάφερε να αντιμετωπίσει επιτυχώς την κρίση της πανδημίας. Και αυτό, κυρίως χάρη στον αποτελεσματικό κρατικό συντονισμό, την από μέρους μας υπέρβαση της ατομικότητας και την επίδειξη αλληλεγγύης και υπευθυνότητας. Αποδείξαμε, έτσι, ότι ορισμένες φορές, με την κατάλληλη καθοδήγηση, μπορούμε να μεταμορφωθούμε από «ανάδελφο» σε υποδειγματικό έθνος, που δρέπει τον διεθνή έπαινο. Ας δούμε όμως τα πράγματα εγγύτερα:
Κατ’ αρχάς, η ελληνική κοινωνία σε γενικές γραμμές συμμορφώθηκε στα πολύ αυστηρά περιοριστικά μέτρα. Εξαιρέσεις ασφαλώς και υπήρξαν. Όσο όμως και αν υπερτονίζονται από κάποια ΜΜΕ, δεν κλονίζουν την καλή γενική εικόνα. Ακόμη και μέσα στη μεγάλη γιορτή της χριστιανοσύνης πορευθήκαμε με κλειστές εκκλησίες, χωρίς σοβαρά έκτροπα.
Πέραν της τήρησης των μέτρων, αποδείχθηκε περαιτέρω ότι σε κάποιους τομείς που είναι νευραλγικοί για τη λειτουργία του κράτους μπορούμε, μέσα σε λίγες μόλις εβδομάδες, να επιτύχουμε σημαντική πρόοδο. Κυρίως το δημόσιο προχώρησε σε έναν ταχύ ψηφιακό εκσυγχρονισμό, που υπό κανονικές συνθήκες θα απαιτούσε πολύ περισσότερο χρόνο. Και στον χώρο των πανεπιστημίων η μετάβαση στα διαδικτυακά μαθήματα συντελέσθηκε στις περισσότερες σχολές ταχύτατα, με τους πανεπιστημιακούς να ανταποκρινόμαστε άμεσα στις σχετικές κατευθύνσεις που δόθηκαν από το υπουργείο παιδείας και τις πρυτανικές αρχές. Καίριας σημασίας υπήρξε και η ανταπόκριση των φοιτητών μας, που αγκάλιασαν και στήριξαν την προσπάθειά μας. Σε έκτακτες συνθήκες, όπως αυτές που βιώνουμε, είναι σπουδαίο να διατηρείται ζωντανή η εκπαιδευτική διαδικασία, έστω και εξ αποστάσεως. Είναι ανάγκη ζωτική τόσο για τους διδάσκοντες όσο και για τους διδασκόμενους· είναι και προτιθέμενη αξία για την πατρίδα μας.
Για να συμβούν τα ανωτέρω και να πάμε ένα βήμα μπροστά ως κοινωνία, χρειάστηκε να δώσουμε όλοι μας κάτι παραπάνω σε ενέργεια και προσωπικό χρόνο, να προτάξουμε το μεράκι και την αλληλεγγύη. Χρειάστηκε, όπως θα χρειαστεί και στο μέλλον, να μην παραμείνουμε στο επίπεδο μιας τυπικής εκπλήρωσης των καθηκόντων μας, αλλά να δώσουμε αυτό το κάτι παραπάνω, ανταποκρινόμενοι έτσι σε ένα ευρύτερο κοινωνικό καθήκον. Δύσκολα, άλλωστε, μπορεί να μείνει κανείς απαθής στο παράδειγμα της υπερπροσπάθειας που καταβάλλεται από τμήμα του κρατικού μηχανισμού (γιατροί, νοσηλευτικό προσωπικό κ.ά.) ή από τους εργαζόμενους στην εφοδιαστική αλυσίδα. Ναι μεν η πλατωνική σκέψη επιτάσσει «τα αυτού πράττειν και μη πολυπραγμονείν», αλλά η ιδέα αυτή περί δικαιοσύνης δεν αποκλείει την ένταση των προσπαθειών μας εντός του κοινωνικού μας ρόλου και την επίδειξη αυξημένης αλληλεγγύης έναντι των συμπολιτών μας. Στις παρούσες έκτακτες περιστάσεις, επιτακτικό αίτημα δικαιοσύνης είναι να πράττουμε όχι μόνον αυτό που αναλογεί στη θέση μας αλλά και κάτι επιπλέον, με πνεύμα αλληλεγγύης και αυξημένης κοινωνικής ευθύνης.
Επειδή όμως μας περιμένει δύσκολος ακόμη δρόμος μπροστά, ιδίως στην οικονομία, θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι η κοινωνική αλληλεγγύη χρειάζεται και κεντρικό συντονισμό, για να είναι πραγματικά αποτελεσματική. Την ανάγκη αυτή κατέδειξε και η μέχρι στιγμής επιτυχής κυβερνητική αντιμετώπιση της κρίσης. Από τη διαχείριση των δωρεών επιχειρηματιών μέχρι τη μετάβαση στην ψηφιακή εποχή είναι φανερό ότι δεν αρκεί η διάθεση δραστηριοποίησης και συνεισφοράς διαφόρων φορέων, αλλά προσαπαιτείται ο συντονισμός των επιμέρους δράσεων και η παροχή συγκεκριμένων κεντρικών οδηγιών από την κυβέρνηση. Εξάλλου, σε κάθε κατάσταση συλλογικής δράσης αναδύεται το πρόβλημα του συντονισμού των επιμέρους ενεργειών των εμπλεκόμενων προσώπων. Στην επίτευξη δε του επιθυμητού συντονισμού μπορεί ακριβώς να συμβάλει καθοριστικά η παροχή συγκεκριμένων ρυθμιστικών κατευθύνσεων ή οδηγιών (directives) από την κυβέρνηση ή τον νομοθέτη.
Συνεπώς, στο επόμενο κρίσιμο χρονικό διάστημα η πολιτεία θα πρέπει να συνεχίσει να διασφαλίζει συνθήκες αποτελεσματικού συντονισμού, δίνοντας τις κατάλληλες κατευθύνσεις. Δεν αρκεί εμείς να θέλουμε να βοηθήσουμε, αλλά θα πρέπει να συντονιστούν και οι μεταξύ μας ενέργειες, επί τη βάσει επιμέρους πλαισίων κοινής δράσης.
Μεταξύ άλλων, η προσπάθεια συντονισμού θα πρέπει να συνεχιστεί, για κάποιον καιρό ακόμη, και στο συναλλακτικό πεδίο με εστιασμένες και χρονικά περιορισμένες κυβερνητικές παρεμβάσεις. Αυτές, χωρίς να υπονομεύουν τη συναλλακτική πίστη, θα δίνουν τον τόνο, κατευθύνοντας γενικότερα την αγορά προς συγκεκριμένα επίπεδα προσαρμογής – όπως έχει ήδη γίνει, λ.χ., στις μισθώσεις με τις πρόσκαιρες αναγκαστικές μειώσεις μισθωμάτων. Στο πλαίσιο αυτό μιας ελεγχόμενης προσαρμογής στα νέα δεδομένα, θα πρέπει και τα ίδια τα συμβαλλόμενα μέρη να επιδείξουν συνεργατικό πνεύμα και να προσπαθήσουν πρώτα να επιλύσουν τις μεταξύ τους διαφορές με φιλικό τρόπο και αμοιβαίες υποχωρήσεις. Καλό και συμφέρον για τα ίδια είναι να επιχειρήσουν να προσαρμόσουν την αρχική τους σύμβαση στις νέες συνθήκες, επιμερίζοντας μεταξύ τους κατά δίκαιο τρόπο το ανακύψαν συμβατικό βάρος.
Σκοπός όλων των συντονισμένων αυτών δράσεων, κυβερνητικών και μη, θα πρέπει να είναι η επανεκκίνηση των περισσότερων κοινωνικο-οικονομικών δραστηριοτήτων στη χώρα, η δίκαιη κατανομή βαρών και ενισχύσεων και η στήριξη των ασθενεστέρων, ιδίως ανέργων και χαμηλόμισθων εργαζομένων. Και το τελευταίο μπορεί να σημαίνει, μεταξύ άλλων, μεταφορά πόρων από τις προνομιούχες στις ασθενείς κοινωνικές ομάδες (λ.χ. με περικοπές προνομίων ή μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυνση των πρώτων).
Στην πατρίδα μας συχνά πιστεύουμε ότι σαν λαός είμαστε, όπως λέει και ο ποιητής, κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες, κάτι διάχυτες αισθήσεις, χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε. Ωστόσο, η σημερινή κρίση –όπως και άλλες προηγούμενες– φανέρωσε ότι ορισμένες φορές έχουμε τη δύναμη να μένουμε όρθιοι ακόμη και στους ισχυρούς ανέμους και να συγκεντρωνόμαστε γύρω από έναν κοινό σκοπό. Βρίσκοντας καταφύγιο στην αλληλεγγύη και την υπέρβαση της ατομικότητας.
*Δημοσιεύθηκε στο Βήμα της 26.4.2020, σ. 22-23/2-3 ( «νέες εποχές»).