Ι. Οι διαδικασίες παράγουν νομιμοποίηση (Niklas Luhmann[1]). Η τήρηση των διαδικασιών σε μία σύγχρονη φιλελεύθερη δημοκρατία ενισχύει την εμπιστοσύνη των πολιτών στο πολίτευμα και τους θεσμούς· παράγει πειθώ υπέρ των αποφάσεων που λαμβάνονται. Η απονομιμοποίηση, αντιθέτως, επέρχεται όταν μεταξύ των πολιτών κυριαρχεί η αίσθηση ότι δεν τηρούνται οι διαδικασίες, παραβιάζονται οι θεσμικές δικλίδες ασφαλείας, οι πολιτικοί είναι «πιο ίσοι» από τους υπόλοιπους πολίτες· όταν στον πολιτικό βίο επικρατεί η συναλλαγή ή η ιδιοτελής χειραγώγηση των θεσμών από τις εκάστοτε ηγεσίες, όταν παραβιάζεται η αρχή της διακρίσεως των εξουσιών – συνήθως από τους φορείς της εκτελεστικής εξουσίας. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ιδίως οι νέοι άνθρωποι όχι μόνον αποστρέφονται την πολιτική, αλλά και χάνουν την πίστη τους στην ίδια την αξία της δημοκρατίας. Οι διάφορες μετρήσεις κοινής γνώμης παγκοσμίως είναι αποκαλυπτικές.
Στο πλαίσιο αυτό, η εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ και οι πρώτοι μήνες της Προεδρίας του δικαίως έχουν προκαλέσει έντονη ανησυχία εντός και εκτός των ΗΠΑ. Η ανοιχτή αδιαφορία για θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, η έλλειψη σεβασμού προς τους θεσμούς και ιδίως την δικαστική εξουσία, ο εν γένει λαϊκιστικός και αμετροεπής πολιτικός του λόγος είναι οιωνοί κακοί· και δρουν, τουλάχιστον μεσομακροπρόθεσμα, υπονομευτικά και απονομιμοποιητικά για το δημοκρατικό σύστημα. Ωστόσο, υπάρχουν αρκετοί που πιστεύουν ότι το πολιτικό και επιχειρηματικό σύστημα των ΗΠΑ διαθέτει εκείνα τα αντίβαρα που θα αποτρέψουν έναν δημοκρατικό εκτροχιασμό. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Μήπως οι ΗΠΑ έχουν ένα βαθύτερο θεσμικό πρόβλημα και δεν είναι μόνον το φαινόμενο Τραμπ και η αντιμετώπισή του που πρέπει να μας απασχολούν;
ΙΙ. Η δημοκρατία πράγματι βασίζεται, σε μεγάλο βαθμό, στην ορθή διάρθρωση και ομαλή λειτουργία ορισμένων βασικών διαδικασιών και (υπο)συστημάτων, που εκ πρώτης όψεως μοιάζουν να έχουν μάλλον τεχνικό και, ως εκ τούτου, άχαρο χαρακτήρα, στην πραγματικότητα όμως διαδραματίζουν έναν πολύ καίριο ρόλο για την μακροημέρευση μιας δημοκρατικής πολιτείας. Εδώ εντάσσονται, μεταξύ άλλων, τα εκλογικά συστήματα, η διαμόρφωση των εκλογικών περιφερειών, η χρηματοδότηση των κομμάτων και των πολιτευτών, οι όροι παροχής του δικαιώματος του εκλέγειν (όριο ηλικίας, δικαίωμα ψήφου υπέρ ομογενών, μεταναστών κοκ), η διαμόρφωση των ψηφοδελτίων, η καταμέτρηση των ψήφων κοκ. Με βάση αυτούς τους επιμέρους δείκτες, το «Electoral Integrity Project» του Πανεπιστημίου Harvard[2], σε έρευνα σχετική με τον βαθμό δικαιοσύνης και ελευθερίας των εκλογικών αναμετρήσεων παγκοσμίως, κατατάσσει τις ΗΠΑ στην 52η θέση επί συνόλου 153 χωρών. Και η κατάταξη αυτή δεν είναι καθόλου τυχαία – ασφαλώς ούτε τιμητική.
Το πολιτικό σύστημα στις ΗΠΑ υποφέρει από μία σειρά σοβαρών εγγενών παθογενειών, οι οποίες, μεταξύ άλλων, επιτρέπουν και στον σημερινό Πρόεδρό τους να πολιτεύεται με έναν τρόπο που εκπλήσσει μεν, έχει όμως τις ρίζες του στις βαθιές αυτές παθογένειες. Ας σταχυολογήσουμε όμως εδώ κάποια χαρακτηριστικά παραδείγματα:
- Δικαίως μέμφεται κανείς τον Τραμπ για την υπογραφή των λεγόμενων «Εκτελεστικών Διαταγμάτων» (Executive Orders)· μέχρι δε την 1η Απριλίου 2017 είχε ήδη προλάβει να εκδώσει 23 τέτοια Διατάγματα, μεταξύ άλλων και το γνωστό Διάταγμα περί απαγόρευσης εισόδου στους προερχόμενους από επτά μουσουλμανικές χώρες. Ωστόσο, κάποιοι είχαν προειδοποιήσει δημοσίως και εγκαίρως για τους κινδύνους που εν γένει ενέχει η εύκολη προσφυγή σ’ αυτήν την μορφή άσκησης εκτελεστικής εξουσίας, και μάλιστα όταν στην εξουσία βρισκόταν ακόμη ο Πρόεδρος Ομπάμα. Συγκεκριμένα, ο καθηγητής της Νομικής Σχολής του Σικάγου Έρικ Πόζνερ προειδοποιούσε σχετικά ήδη από τον περασμένο Σεπτέμβριο[3], επισημαίνοντας χαρακτηριστικά ότι τώρα που βρίσκεται ο Ομπάμα στην εξουσία μπορεί να μην έχουμε σοβαρές ενστάσεις για την εκτεταμένη χρήση αυτού του προεδρικού προνομίου· τι θα συμβεί όμως αν έρθει αύριο στην εξουσία ο Τραμπ και εκδώσει ένα Διάταγμα που θα απαγορεύει την είσοδο μουσουλμάνων στις ΗΠΑ; Όπερ και εγένετο.
Παρά τις επιδοκιμαστέες κατ’ αρχήν προθέσεις του Προέδρου Ομπάμπα (βλ. λ.χ. την εξασφάλιση εφαρμογής στην πράξη του περίφημου «Obamacare» ή την ανάγκη για αναστολή ισχύος του νόμου περί μετανάστευσης, προκειμένου να προστατευθούν από την απέλαση εκατομμύρια μετανάστες εργαζόμενοι στις ΗΠΑ), ολοκλήρωσε την οκταετή προεδρική θητεία του έχοντας στο ενεργητικό του 276 Εκτελεστικά Διατάγματα, υπολειπόμενος πάντως όλων των μεταπολεμικών Προέδρων των ΗΠΑ που εξήντλησαν οκταετή θητεία (Τρούμαν 907, Αϊζενχαουερ 484, Ρέιγκαν 381, Κλίντον 308 και Μπους ο νεώτερος 291)[4] – πτυχή που μάλλον παραβλέπεται στο πλαίσιο της (εύλογης κατ’ αρχήν) κριτικής που του ασκείται, μεταξύ άλλων και από τον Πόζνερ. Προφανώς, ο Ομπάμα προσπάθησε σε πολλές περιπτώσεις να παρακάμψει το εχθρικό προς εκείνον Κογκρέσο, αλλά σε μία δημοκρατία η τήρηση των αρχών και των διαδικασιών έχει μεγάλη σημασία. Διότι μεθαύριο μπορεί να έρθει ένα άλλο πρόσωπο στην εξουσία που να μην έχει την ηθική συγκρότηση και τις αγαθές προθέσεις του προκατόχου του, να προσφύγει όμως και αυτό στις ίδιες αμφιλεγόμενες πρακτικές που μετήλθε ο προκάτοχός του, προς βλάβη πλέον του γενικού συμφέροντος. Γι’ αυτό και στην κριτική μας θα πρέπει να είμαστε σταθεροί και να μην χρησιμοποιούμε δύο μέτρα και δύο σταθμά, πρωτίστως δε να έχουμε υπόψιν μας ότι στις δημοκρατίες ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα – εξάλλου, τα ίδια τα (θεσμικά) μέσα είναι σκοποί της δημοκρατίας.
- Στην πρόσφατη εκλογική αναμέτρηση του Νοεμβρίου 2016, η υποψήφια Χίλαρυ Κλίντον έλαβε 2.868.691 ψήφους περισσότερες από τον Τραμπ (διαφορά 2,1% στην λεγόμενη λαϊκή ψήφο, popular vote), ο τελευταίος όμως κέρδισε με μεγάλη διαφορά(!) την μάχη στο σώμα των εκλεκτόρων (Electoral College), συγκεντρώνοντας 306 εκλέκτορες έναντι 232 της Κλίντον. Η παραπάνω διαφορά στην λαϊκή ψηφό είναι μάλιστα η μεγαλύτερη που έχει σημειωθεί ποτέ υπέρ του ηττημένου υποψηφίου και βεβαίως καταδεικνύει πόσο σοβαρές διαστάσεις μπορεί να προσλάβει εδώ το θεσμικό πρόβλημα[5]. Νομίζω ότι όσα επιχειρήματα και αν αντλήσει κανείς από την ιστορία και τις ιδιαιτερότητες του ομοσπονδιακού χαρακτήρα των ΗΠΑ, σε ένα προεδρικό σύστημα όπως το αμερικανικό μία τέτοια διαφορά θα έπρεπε να προβληματίζει σοβαρά, καθώς ενδεικνύει ότι το ιδιόρρυθμο μόρφωμα της έμμεσης προεδρικής εκλογής μέσω αντιπροσώπων του λαού πάσχει εγγενώς και οδηγεί ενίοτε σε σαφή νόθευση της λαϊκής βούλησης[6].
- Υπάρχουν πολιτείες, όπου η εκάστοτε πλειοψηφούσα δύναμη (δημοκρατικοί ή ρεπουμπλικανοί) ανατέμνει, κατά το δοκούν, τις εκλογικές περιφέρειες κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να εξασφαλίζει την παραμονή της στην εξουσία· ως γνωστόν, με την επαναχάραξη των εκλογικών περιφερειών μπορεί κανείς να διαμορφώσει ευνοϊκές τοπικές πλειοψηφίες και έτσι να εκλέξει τους δικούς του αντιπροσώπους – κοινώς, «μπορεί να κάνει θαύματα». Χαρακτηριστικό είναι εδώ το παράδειγμα της Βόρειας Καρολίνας, όπου η πρακτική αυτή έχει επανειλημμένα εφαρμοσθεί· εκεί μάλιστα, επιπλέον, ο απελθών, μετά τις τοπικές εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου, ρεπουμπλικανός κυβερνήτης, κατά το μεταβατικό διάστημα μέχρι την ορκωμοσία του νεοκλεγέντος δημοκρατικού κυβερνήτη, θέσπισε ρυθμίσεις που περιόριζαν σημαντικά την εξουσία του τελευταίου (μεταξύ άλλων, λ.χ., προέβλεψε ότι τα διοριζόμενα μέλη του υπουργικού συμβουλίου θα πρέπει εφεξής να πάρουν ψήφο εμπιστοσύνης από την τοπική Γερουσία, όπου την πλειοψηφία έχουν οι ρεπουμπλικανοί)[7].
- Για την δυνατότητα κατάληψης δημοσίων αξιωμάτων μέσω οικονομικής στήριξης σε ένα κόμμα δεν χρειάζεται να πει κανείς πολλά: αρκεί ίσως εδώ το παράδειγμα της πολιτικά δραστήριας, δισεκατομμυριούχου Betsy DeVos, η οποία ύστερα από χρόνια στο πλευρό των ρεπουμπλικανών κατέλαβε πλέον στην κυβέρνηση Τραμπ την θέση της υπουργού παιδείας. Η ίδια, μάλιστα, έχει παραδεχθεί δημοσίως ότι οι συνεισφορές της οικογένειάς της στο ρεπουμπλικανικό κόμμα εξαρχής αποσκοπούσαν στην εξαγορά δημόσιας επιρροής[8]. Το μόνο ίσως θετικό στοιχείο που μπορεί κανείς να διακρίνει εν προκειμένω είναι η ειλικρίνεια και η διαφάνεια με την οποία εκδηλώνεται η οικονομική αυτή στήριξη. Και πάλι όμως: είναι ένα πράγμα η (ανοιχτή) χρηματοδότηση κομμάτων ή πολιτευτών, κι άλλο η κατάληψη δημοσίων αξιωμάτων ένεκα αυτής.
ΙΙΙ. Όλα τα παραπάνω δεν είναι ασφαλώς φαινόμενα που απαντούν μόνον στις ΗΠΑ· ούτε λόγος. Επίσης, ούτε σημαίνουν απαραίτητα ότι μετά την εκλογή Τραμπ η κατάσταση στις ΗΠΑ θα ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Διότι πράγματι υπάρχουν εκεί σοβαρά αντίβαρα – όπως βεβαίως και σε άλλα κράτη του φιλελεύθερου δυτικού κόσμου.
Τα αντίβαρα αυτά χωρίζονται, κατά βάσιν, σε δύο κατηγορίες: Από την μία πλευρά, υπάρχουν τα θεσμικά αντίβαρα, που είναι κυρίως η –ομοσπονδιακή και πολιτειακή– δικαιοσύνη και το Κογκρέσο: όπως φάνηκε ήδη από τις πρώτες ημέρες της Προεδρίας Τραμπ, η δικαστική εξουσία είναι διατεθειμένη να αντιταχθεί σε παραβιάσεις βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή ελευθεριών, μόνον που θα πρέπει να έχουμε γενικότερα υπόψιν μας ότι η δικαιοσύνη επεμβαίνει συνήθως εκ των υστέρων (κατασταλτικά) και μετά την πάροδο ικανού χρονικού διαστήματος, πράγμα που σημαίνει ότι η ευρεία εκτελεστική εξουσία του Προέδρου μπορεί να δημιουργήσει σοβαρά de facto τετελεσμένα, προτού προλάβουν να επεμβούν τα δικαστήρια. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν και τα πρακτικά αντίβαρα, όπως έχουν εύστοχα τυποποιηθεί από τον καθηγητή Πόζνερ[9]: ο εκάστοτε αμερικανός Πρόεδρος, προκειμένου να μπορέσει να προωθήσει τις πολιτικές και τις αποφάσεις του, θα πρέπει, σε πρακτικό επίπεδο, να εξασφαλίσει την στήριξη: (α) ενός μεγάλου τμήματος της κοινωνίας (λαϊκή στήριξη· κοινός τόπος, άλλωστε, σε κάθε σύγχρονη δημοκρατία ότι χωρίς ικανή λαϊκή στήριξη δεν μπορείς εύκολα να προωθήσεις τις πολιτικές σου)· (β) της πλειοψηφίας του κόμματός του (κομματική στήριξη)· και (γ) του διοικητικού μηχανισμού (διοικητική στήριξη), που θα κληθεί, σε μεγάλο βαθμό, να εφαρμόσει τις αλλαγές (και ο οποίος στις ΗΠΑ αριθμεί συνολικά περί τα 3 εκατομμύρια υπαλλήλους, συνιστώντας ένα διόλου ευκαταφρόνητο μέγεθος).
Στα τελευταία πρακτικά αντίβαρα θα προσέθετα εδώ και τα ποικίλα επιχειρηματικά συμφέροντα. Ιδίως οι μεγάλες αμερικανικές επιχειρήσεις που έχουν σημαντική εξαγωγική δραστηριότητα, προεχόντως οι επιχειρήσεις τεχνολογίας, επιθυμούν την τήρηση των διεθνών κανόνων εμπορίου, προκειμένου να κρατηθεί ανοιχτή γι’ αυτές η πρόσβαση στις διάφορες αγορές. Μία Αμερική κλειστή και εσωστρεφής δεν είναι προς το συμφέρον τους, ούτε ασφαλώς η καταγγελία διεθνών εμπορικών συμφωνιών. Βεβαίως, αυτά τα συμφέροντα θα αναμετρηθούν με άλλα στο εσωτερικό της χώρας (κυρίως εγχώριες βιομηχανίες), που μπορεί λ.χ. να ευνοηθούν από εσωστρεφείς προστατευτικές πολιτικές δασμών κοκ[10].
- Συμπερασματικά: Ο Madison και οι λοιποί πατέρες του αμερικανικού έθνους (οι περιώνυμοι founding fathers), με την καθιέρωση του συστήματος της διακρίσεως των εξουσιών και των «checks-and-balances» (γνωστού και ως «Madisonian Model», που κατ’ ουσίαν ακολουθούσε την σχετική διδασκαλία που είχε ήδη αναπτύξει ο Montesquieu το 1748 στο «Πνεύμα των Νόμων»), επιθυμούσαν προφανώς ο Πρόεδρος των ΗΠΑ να μην είναι ένας ανέλεγκτος ρωμαίος αυτοκράτορας ή, έστω, κάποιος «καλοκάγαθος δικτάτορας» (αν εξ ορισμού υπάρχει κάτι τέτοιο)· ήθελαν, δηλαδή, να αποφευχθεί η συγκέντρωση υπερβολικής δύναμης στα χέρια της εκτελεστικής εξουσίας. Κατά το παρελθόν, όμως, αρκετοί Πρόεδροι των ΗΠΑ, που έχουν εγγραφεί ιστορικά ως μεγάλες προσωπικότητες (όπως λ.χ. οι Λίνκολν, Φ.Ντ.Ρούζβελτ κ.ά.), ξεπέρασαν σημαντικά τα όρια που επέβαλλε ο θεσμικός τους ρόλος – έχοντας βεβαίως, κάποιοι εξ αυτών, σοβαρά ελαφρυντικά (λ.χ. αντιμετώπιση εκτάκτων συνθηκών εμφυλίου ή παγκοσμίου πολέμου). Και αυτή η τάση φαίνεται ότι συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Κατ’ ουσίαν, αναγνωρίζονται πλέον τα ρυθμιστικά πρωτεία στο πρόσωπο του Προέδρου (presidential primacy, κατά Πόζνερ), καίτοι σύμφωνα με το Αμερικανικό Σύνταγμα το κέντρο της δικαιοπαραγωγικής εξουσίας είναι το Κογκρέσο.
Στις ημέρες μας, πάντως, οι πατέρες του αμερικανικού έθνους θα είχαν ακόμη πιο σοβαρούς λόγους ανησυχίας, βλέποντας έναν Πρόεδρο –ο οποίος μάλιστα δεν απολαύει της στήριξης της πλειοψηφίας του αμερικανικού λαού (popular vote)– να προαναγγέλλει λ.χ. ότι θα δώσει ο ίδιος εντολή (…no matter what) να χτιστεί ένα τείχος στο Μεξικό και θα βάλει μάλιστα τους μεξικανούς να το πληρώσουν(!). Επειδή όμως η –εικαζόμενη– ανησυχία των πατέρων δεν μπορεί να είναι αποδοτική, θα πρέπει να αναμένεται πλέον κάποια αντίδραση από τους απογόνους τους, οι οποίοι οφείλουν να ξεκινήσουν μία σοβαρή και νηφάλια συζήτηση για την θεσμική ανανέωση του αμερικανικού πολιτικού συστήματος, ακόμη και αν η περίοδος Τραμπ παρέλθει χωρίς μεγάλα τραύματα για τις ΗΠΑ και τον κόσμο – κάτι που ευχόμαστε όλοι.
*Δημοσιεύθηκε στο The Books’ Journal, τ. 78, Ιούνιος 2017, σ. 31-33.
[1] Βλ. το μνημειώδες έργο του μεγάλου γερμανού κοινωνιολόγου (και ιδίως θεωρητικού των κοινωνικών συστημάτων) «Legitimation durch Verfahren», εκδ. Suhrkamp, 1983.
[2] https://www.electoralintegrityproject.com/
[3] Bλ. http://freakonomics.com/podcast/u-s-presidency-become-dictatorship/, όπου περαιτέρω παραπομπές στις σχετικές μελέτες του ανήσυχου ακαδημαϊκού: E.Posner, Presidential Leadership and the Separation of Powers, εν: Chicago Public Law and Legal Theory Working Paper no. 545, September 2015 και E.Posner/A.Vermeule, The Executive Unbound: After the Madisonian Republic, Oxford University Press, 2010.
[4] Βλ. https://en.wikipedia.org/wiki/Executive_order_(United_States). Τον Ομπάμα ξεπερνούν μάλιστα και Πρόεδροι με βραχύτερη θητεία: Τζόνσον (1963-1969: 325), Νίξον (1969-1974: 346) και Κάρτερ (1977-1981: 320).
[5] Αρκεί να συγκρίνει κανείς εδώ την επεισοδιακή προεδρική εκλογή του 2000, όπου ο Γκορ ξεπέρασε τον Μπους τον νεώτερο κατά –μόλις, θα λέγαμε πλέον– 543.985 ψήφους και υπολείφθηκε τελικά στους εκλέκτορες με 266 έναντι 271 του αντιπάλου του (https://en.wikipedia.org/wiki/United_States_presidential_election,_2000).
[6] Η εν λόγω παθογένεια –η οποία βεβαίως δεν είναι διόλου απλό ζήτημα– αναδεικνύεται με πειστικό τρόπο, ακριβώς δε με αφορμή το αποτέλεσμα της πρόσφατης εκλογικής αναμέτρησης και την μεγάλη διαφορά που σημειώθηκε μεταξύ των δύο υποψηφίων Προέδρων στην λαϊκή ψήφο, από τον Α.Αναγνωστόπουλο, Περί αμερικανικού προεδρικού εκλογικού συστήματος, http://anamorfosis.net/blog/?p=12337, ο οποίος, περαιτέρω, θα επισημάνει άλλη μία συναφή παθογένεια, ότι δηλαδή οι εκλέκτορες δεν δεσμεύονται νομικά και μπορούν, θεωρητικά, να ψηφίσουν ό,τι θέλουν, ήτοι ακόμη και να καταψηφίσουν τον Πρόεδρο ή Αντιπρόεδρο που είχαν δεσμευθεί, έναντι του λαού, να υποστηρίξουν (κατ’ εξαίρεσιν, μάλιστα, αυτό έχει ήδη συμβεί στην πολιτική ιστορία των ΗΠΑ). Σημειωτέον δε ότι ο ρόλος των εκλεκτόρων διαφέρει από εκείνον των βουλευτών –οι οποίοι πράγματι «έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση» (άρ. 60 παρ. 1 ΕλλΣυντ.)–, καθώς η αποστολή τους εξαντλείται στην συμμετοχή τους στην προεδρική εκλογή και δεν συνεχίζεται με την άσκηση κοινοβουλευτικού έργου.
[7] Βλ. σχετ. εφημ. «Die Zeit», 19.1.17, http://www.zeit.de/2017/04/donald-trump-praesident-usa-demokratie.
[8] Βλ. https://en.wikipedia.org/wiki/Betsy_DeVos#cite_note-ABC1-50.
[9] Βλ. και πάλι ανωτέρω σημ. 3.
[10] Εξαιρετικά διαφωτιστική είναι η πραγμάτευση του ζητήματος των δασμών και των –αρχικά όχι τόσο ορατών– αρνητικών επιπτώσεών τους επί της εθνικής οικονομίας και του κοινωνικού συνόλου από τον Henry Hazlitt, Οικονομικά σε ένα μάθημα, εκδ. Παπαδόπουλος, 2017, σελ. 75-85.