Από το 1992 και τα τότε συλλαλητήρια για το Μακεδονικό έχει κυλήσει αρκετός χρόνος. Η γειτονική χώρα έγινε δεκτή στα Ηνωμένα Έθνη ήδη από το 1993, της δόθηκε δε η γνωστή προσωρινή ονομασία της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ, FYROM). Η σύνθετη αυτή ονομασία, που περιέχει τον όρο «Μακεδονία», γίνεται έκτοτε δεκτή από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το Συμβούλιο της Ευρώπης και το ΝΑΤΟ. Επίσης, η γειτονική χώρα έχει αναγνωριστεί ως (σκέτη) «Δημοκρατία της Μακεδονίας» από δεκάδες κράτη, μεταξύ άλλων και από τη Ρωσία ήδη από τον Αύγουστο του 1992 (ήταν μάλιστα η πρώτη μεγάλη δύναμη που έσπευσε να την αναγνωρίσει με το όνομα αυτό).
Μετά την άρση του εμπάργκο, που είχε επιβληθεί το 1994, τον Σεπτέμβριο του 1995 η Ελλάδα υπογράφει με την ΠΓΔΜ την περίφημη Ενδιάμεση Συμφωνία, βάσει της οποίας η χώρα μας αναγνώριζε τη γείτονα με το όνομα ΠΓΔΜ, ενώ η τελευταία εγκατέλειπε τον ήλιο της Βεργίνας ως εθνικό σύμβολο· συμφωνήθηκε, επίσης, ότι οι δύο χώρες θα έπρεπε να σεβαστούν το απαραβίαστο των συνόρων. Η εθνική γραμμή επιβεβαιώθηκε εκ νέου το 2008 στο Βουκουρέστι: Η Ελλάδα δέχεται κατ’ αρχήν σύνθετη ονομασία erga omnes, υπό την προϋπόθεση ότι η ΠΓΔΜ θα εγκαταλείψει τις αλυτρωτικές της βλέψεις. Αυτή είναι, σε αδρές γραμμές, η εθνική μας θέση μέχρι σήμερα.
Και γιατί να μην αλλάξει και πάλι θα διερωτηθεί κανείς. Τα περισσότερα επιχειρήματα που αναδεικνύουν το εθνικά επιζήμιο μιας τέτοιας επιλογής έχουν ήδη εισφερθεί στον δημόσιο διάλογο. Αυτό που θέλω όμως να τονίσω από την πλευρά μου είναι ότι η τήρηση των διεθνών δεσμεύσεων και συμφωνιών της χώρας ενέχει μία ιδιαίτερη σπουδαιότητα που βαίνει πέραν του Μακεδονικού, καταδεικνύει δε πόσο επιπόλαιες και επικίνδυνες είναι οι τοποθετήσεις ορισμένων βουλευτών της συμπολίτευσης και της αντιπολίτευσης ότι –τάχα– «δεν μας δεσμεύει πια η θέση περί σύνθετης ονομασίας, άλλο το 2008 και άλλο το 2018»: Η χώρα μας έχει κάθε συμφέρον να εμμένει στην τήρηση των διεθνών δεσμεύσεων και εν γένει των κανόνων του διεθνούς δικαίου. Ας αναλογιστούν σοβαρά οι διάφοροι όψιμοι «αναθεωρητές» της εθνικής γραμμής τι θα απαντήσουν στον Πρόεδρο της Τουρκίας την επόμενη φορά που αυτός θα ξαναμφισβητήσει την αιωνόβια σχεδόν πλέον Συνθήκη της Λωζάννης, όταν οι ίδιοι αμφισβητούν πλέον ανοιχτά διεθνείς συμφωνίες της χώρας μας, που έχουν ζωή μόλις μιας δεκαετίας ή εικοσιπενταετίας. Για ακόμη μία φορά δεν αντιλαμβανόμαστε στη χώρα μας τις σοβαρές συνέπειες που μπορεί να προκύψουν από μία παραβίαση της αρχής της τήρησης των υπεσχημένων (pacta sunt servanda), και μάλιστα σε διεθνές τώρα επίπεδο. Ο διαγκωνισμός σε πολιτικό αμοραλισμό και οι όψιμες εθνικιστικές κορώνες –που συχνά, ας μην τρέφουμε αυταπάτες, υπηρετούν ιδιοτελή κίνητρα– οδηγούν σε ατραπούς επικίνδυνες.
Και όλα αυτά, τη στιγμή που η χώρα μας έχει στα ανατολικά της έναν εξαιρετικά επικίνδυνο και απρόβλεπτο γείτονα, που μέρα με τη μέρα εδραιώνει ενα αυταρχικό καθεστώς. Και, έτσι, κινδυνεύουμε τώρα να την πατήσουμε με το Μακεδονικό όπως το κοινό ενός θεάτρου με τον ταχυδακτυλουργό: η προσοχή μας αποσπάται από τον πραγματικό κίνδυνο και κατευθύνεται αλλού. Αντί δε, αυτή τη στιγμή, να αναζητούμε συμμάχους και να χτίζουμε τις βάσεις για μία συναντίληψη και συμπόρευση στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων –ως χώρα, μάλιστα, με τη μεγαλύτερη οικονομική και πολιτιστική ισχύ–, επιλέγουμε και πάλι την αγαπημένη θαλπωρή του «ανάδελφου έθνους». Έτσι δεν χτίζεται όμως εθνική συνείδηση, ενισχύεται απλώς ο εθνικός αναχωρητισμός.
Όλα τα παραπάνω δεν αίρουν ασφαλώς τη βαριά ευθύνη της σημερινής κυβέρνησης και προσωπικά του ιδίου του Πρωθυπουργού για τον συνολικό χειρισμό ενός τόσο ευαίσθητου εθνικού ζητήματος. Και πάλι επικρατεί ο πολιτικός τακτικισμός, η διάθεση για πολιτική εργαλειοποίηση ενός ακόμη μείζονος θέματος. Δυστυχώς δεν επιδιώχθηκε από την αρχή κάποια πραγματική εθνική συνεννόηση ή συναίνεση. Δεν συγκροτήθηκε κάποια διακομματική επιτροπή, με τη συμμετοχή εμπειρογνωμόνων όλων των κομμάτων, οι οποίοι θα εξέταζαν τις εξελίξεις. Το κυβερνητικό δε επιτελείο, βαρυνόμενο με μία έντονη πολιτική αναξιοπιστία και έλλειψη αρχών στη χάραξη και άσκηση της πολιτικής, δεν μπορεί να πείσει για την ειλικρίνεια των προθέσεών του το υπόλοιπο πολιτικό σύστημα, αλλά πλέον και την κοινωνία. Στην παθογένεια αυτή έρχεται να προστεθεί και η σχάση μεταξύ των κυβερνητικών εταίρων· είτε αυτή είναι προσχηματική είτε όχι, σε κάθε περίπτωση το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: δεν βοηθεί στην επίλυση του προβλήματος και γεννά προφανώς ζήτημα κυβερνητικής πλειοψηφίας.
Ούτε λόγος πάντως: Κάθε πολίτης αυτής της χώρας έχει το δικαίωμα να διαδηλώνει, να εκφράζει την πολιτική του διαμαρτυρία, «ησύχως και αόπλως», τηρώντας τους νόμους του κράτους (άρθρο 11 Συντ.). Είναι θεμελιώδες πολιτικό δικαίωμα, είναι δικαίωμα συμμετοχής στην πολιτική ζωή της χώρας – ασκούμενο όμως πάντοτε ησύχως και αόπλως.
Την Κυριακή πραγματοποιείται ένα ακόμη συλλαλητήριο για το Μακεδονικό. Οφείλω εδώ απλώς να θυμίσω, ιδίως στους νεώτερους, ότι μετά τα αντίστοιχα συλλαλητήρια του 1992 υπερηφανευόμασταν ότι «στείλαμε σε κάθε γωνιά της γης ένα μήνυμα», που τελικά όμως δεν φαίνεται να έπεισε. Δυστυχώς ακόμη δεν μαθαίνουμε από τα παθήματά μας. Κάθε γενιά έχει ασφαλώς το δικαίωμα στα δικά της λάθη, δεν είναι όμως σώφρον να επαναλαμβάνει τα λάθη της προηγούμενης.
*Δημοσιεύθηκε στην Athens Voice, 2.2.2018.