Τα ζητήματα της φορολογητέας ύλης, των φορολογικών εσόδων, του δίκαιου μίγματος άμεσης και έμμεσης φορολογίας και άλλα συναφή είναι ιδιαίτερα σημαντικά και προφανώς έχουν θέση στον δημόσιο διάλογο που αναπτύσσεται σε μία προεκλογική περίοδο. Ασφαλώς δε, κάθε κόμμα έχει τις δικές του πολιτικο-ιδεολογικές αφετηρίες στα ζητήματα αυτά. Αλλιώς τα προσεγγίζει λ.χ. ένα δεξιό κόμμα και αλλιώς ένα σοσιαλδημοκρατικό. Και κάθε κόμμα οφείλει να αιτιολογεί και να κοστολογεί κατά το δυνατόν τις οικονομικές θέσεις του, αλλά και να παρουσιάζει συγκεκριμένα εμπειρικά δεδομένα σε σχέση με την αποδοτικότητα ή μη ήδη ληφθέντων μέτρων.
Η σχετική δημόσια συζήτηση είναι ωφέλιμη, όχι μόνον για να γνωρίζει κανείς τι ψηφίζει στις εκλογές, αλλά και πώς βλέπει κάθε κόμμα τη δημοσιονομική πορεία της χώρας μετά τις εκλογές και ιδίως μεσομακροπρόθεσμα. Θα πρέπει, πρωτίστως, να δούμε πώς μπορούν να ενισχυθούν βασικά δημόσια αγαθά που απαιτούν πολλούς πόρους, όπως η υγεία και η παιδεία (που, κατά κοινή ομολογία, πάσχουν και χρειάζονται ενίσχυση), ενώ παράλληλα μπορεί να μειώνονται περαιτέρω κάποιοι φορολογικοί συντελεστές, να συνεχίζεται μία γενναιόδωρη πολιτική επιδομάτων, αλλά και να παράγονται πρωτογενή πλεονάσματα. Η εξίσωση δεν είναι εύκολη. Έπειτα, οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης ναι μεν συμβάλλουν στην αύξηση των φορολογικών εσόδων, αλλά συγχρόνως πρέπει να έχουμε και επίγνωση των πραγματικών δημοσιονομικών αντοχών της χώρας. Ακόμη, τίθεται το ερώτημα κατά πόσον είναι βιώσιμα τα περίφημα trickle-down economics, που σημαίνουν, κατά βάσιν, μείωση της φορολογίας για τα πιο εύπορα στρώματα· για τις πολιτικές αυτές διατυπώνεται, ακόμη και στις ΗΠΑ, έντονος προβληματισμός. Αντιστρόφως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι μία σημαντική αύξηση των φορολογικών βαρών μπορεί να προκαλέσει μείωση (αντί για αύξηση) των φορολογικών εσόδων (βλ. καμπύλη Λάφερ), να εντείνει το πρόβλημα της φοροδιαφυγής και να περιορίσει την παραγωγική δραστηριότητα. Όποιες κι αν είναι οι απαντήσεις, και αυτά τα θέματα θα πρέπει να συζητούνται ανοιχτά, κυρίως γιατί αφορούν στο μέλλον της χώρας και των επομένων γενεών.
Πέραν των ανωτέρω, υπάρχουν και βασικά ζητήματα αρχής, φορολογικής και κοινωνικής δικαιοσύνης, που δεν μπορούν να παραβλέπονται. Αναφέρομαι εδώ, προεχόντως, στην ανάγκη για δραστικό περιορισμό της εκτεταμένης φοροδιαφυγής ιδίως μεταξύ των ελευθέρων επαγγελματιών, την επί της αρχής στάση μας έναντι προκλητικά υψηλών φοροαπαλλαγών στις γονικές παροχές (όπως έχουν τα πράγματα, το αφορολόγητο μπορεί να φτάσει για μία οικογένεια σε περιουσία αντικειμενικής αξίας άνω των 3 εκατ. ευρώ), καθώς και στην κοινωνικά άδικη εξίσωση του ύψους των ασφαλιστικών εισφορών (προσοχή: δεν εννοώ εδώ επ’ ουδενί επιστροφή σε επιβαρύνσεις λογικής «νόμου Κατρούγκαλου», αλλά μία δικαιότερη-αναλογική κατανομή των σχετικών βαρών). Εξάλλου, ας μη λησμονούμε και τη θεμελιώδη επιταγή του άρ. 4 § 5 Συντ., κατά την οποία «οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους».
Γνωρίζω, βεβαίως, ότι σε μία κοινωνία και σε ένα πολιτικό σύστημα υφίστανται ισχυρές ομάδες πίεσης, συντεχνίες και αντιμαχόμενα συμφέροντα· μ’ αυτές τις παραμέτρους ασκείς κάθε φορά πολιτική, προβαίνοντας σε συμβιβασμούς και υποχωρήσεις. Πιστεύω όμως, επίσης, ότι καλό είναι όλοι να βάζουμε λίγο νερό στο κρασί των οικονομικών μας διεκδικήσεων, για το καλό της κοινωνικής συνοχής και των επομένων γενεών. Ακόμη και αν κάτι τέτοιο πλήττει προσωπικά οικονομικά συμφέροντα ή συμφέροντα του επαγγελματικού κλάδου στον οποίον ανήκουμε. Κάποιες υποχωρήσεις είναι αναγκαίες, για όσους τουλάχιστον δεν επιθυμούμε να ζούμε σε μία κοινωνία που αναπαράγει συνθήκες κοινωνικής ανισότητας ή στρεβλής αναδιανομής πλούτου.
[Δημοσιεύτηκε στην εφημ. Τα Νέα της 1.6.23]