Το νομοσχέδιο για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών έχει μεν αρκετά θετικά στοιχεία, συγχρόνως όμως περιέχει σειρά ιδιαίτερα προβληματικών ρυθμίσεων, που δυστυχώς φανερώνουν ότι η βαθύτερη θεσμική διάσταση των πραγμάτων εξακολουθεί να μην ιεραρχείται υψηλά από την κυβέρνηση. Θα περιορισθώ εδώ μόνο στις ακόλουθες παρατηρήσεις:
Κατ’ αρχάς, το νομοσχέδιο προβλέπει τη δυνατότητα γνωστοποίησης της παρακολούθησης για «λόγους εθνικής ασφάλειας» στο πρόσωπο που παρακολουθήθηκε (χωρίς να προκύψει κάτι εις βάρος του) μετά την πάροδο τριετίας από τη λήξη της παρακολούθησης και εφόσον το αποφασίσει τριμελές όργανο που απαρτίζεται από τον διοικητή της ΕΥΠ, τον –κατοικοεδρεύοντα εντός ΕΥΠ– εισαγγελέα και τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ. Η διάταξη αυτή είναι πολλαπλώς προβληματική. Τόσο η προβλεπόμενη παρέλευση τριετίας όσο και η λήψη της απόφασης από ένα τριμελές όργανο, στο οποίο την πλειοψηφία έχουν εκείνοι που επέβαλαν αρχικά το μέτρο, δυσχεραίνουν σημαντικά την άσκηση και πραγμάτωση της εν λόγω δυνατότητας και, παράλληλα, υποβαθμίζουν περαιτέρω τον, συνταγματικά κατοχυρωμένο, εποπτικό ρόλο της ΑΔΑΕ. Σημειωτέον δε ότι η παροχή της δυνατότητας αυτής δεν συνιστά κάποια χάρη προς το πρόσωπο που παρακολουθήθηκε, αλλά επιταγή του Συντάγματος (άρ. 5Α παρ. 1, 19 παρ. 1 και 20 παρ. 1) και της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Σύμφωνα δε με τη νομολογία αυτή, η σχετική ενημέρωση θα πρέπει να παρέχεται στο πρόσωπο που παρακολουθήθηκε από τη στιγμή που δεν διακυβεύεται πλέον ο σκοπός για τον οποίον είχε διαταχθεί η παρακολούθηση. Στο πλαίσιο αυτό, η πρόσθετη προϋπόθεση της παρέλευσης τριετίας αν δεν αναιρεί τον σκοπό της γνωστοποίησης, πάντως παρέλκει. Η επαναφορά δε αυτούσιας της ρύθμισης που ίσχυε προ του 2021, με την απόφαση περί γνωστοποίησης να λαμβάνεται από την ΑΔΑΕ, είναι επιβεβλημένη. Μία τέτοια επιλογή, και δη με αναδρομική ισχύ, θα διευκόλυνε και την πλήρη διερεύνηση της πολύκροτης υπόθεσης των τελευταίων μηνών.
Έπειτα, εξόχως προβληματικός είναι ο ευρύτατος κατάλογος των «λόγων εθνικής ασφάλειας», ο οποίος κινείται στα ακρότατα όρια της αφηρημένης διακινδύνευσης, με πρακτική συνέπεια τη δυνατότητα θέσης οποιουδήποτε σχεδόν προσώπου υπό παρακολούθηση για «λόγους εθνικής ασφάλειας». Η προτεινόμενη ρύθμιση είναι αντισυνταγματική, καθώς έρχεται σε φανερή αντίθεση με την αυστηρή σχέση κανόνα-εξαίρεσης που καθιερώνει το άρθρο 19 Συντ. (: κανόνας είναι η προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών και εξαίρεση η άρση).
Τέλος, μα εξίσου σημαντικό: κατά την προετοιμασία του νομοσχεδίου δεν ζητήθηκε η γνώμη της ΑΔΑΕ, ενώ αυτό ήταν θεσμικώς επιβεβλημένο και, βεβαίως, επιταγή της καλής νομοθέτησης. Η ΑΔΑΕ ορθώς εξέφρασε δημοσίως τη «θεσμική δυσαρέσκειά» της. Ο διάλογος με αρμόδιους φορείς και ανεξάρτητες –συνταγματικά μάλιστα προβλεπόμενες– αρχές είναι βασικό συστατικό στοιχείο της δημοκρατίας. Ιδίως σε ζητήματα με τόσο έντονο θεσμικό και πολιτικό αντίκτυπο. Η κυβέρνηση είχε μόνο να κερδίσει από μία προηγούμενη ανταλλαγή απόψεων με την ΑΔΑΕ, σε επίπεδο τόσο ουσίας όσο και εντυπώσεων.
Το παρήγορο είναι ότι, τουλάχιστον, με το παρουσιασθέν νομοσχέδιο αναγνωρίζονται από κυβερνητικής πλευράς σοβαρές παθογένειες στο ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, καθώς και η ανάγκη θεραπείας τους (από τα τυπικά προσόντα του διοικητή της ΕΥΠ μέχρι τις συμβάσεις για την προμήθεια λογισμικού παρακολούθησης από υπομονάδα της ΕΥΠ, κοκ). Αναγνωρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι κάτι έχει πάει πολύ στραβά στην υπόθεση των παρακολουθήσεων. Και τελικά επιβεβαιώνονται, έστω και σιωπηρώς, αρκετά από τα ευρήματα της πολύμηνης έρευνας άξιων και επίμονων λειτουργών του Τύπου – ευρήματα που αμφισβητήθηκαν επανειλημμένα από κυβερνητικής πλευράς.
Η θεραπεία των πληγών που έχουν ανοίξει στο σώμα της δημοκρατίας απαιτεί, ωστόσο, πιο θαρραλέες πρωτοβουλίες, που να δείχνουν ότι υπάρχει πραγματική πολιτική βούληση να διαλευκανθεί πλήρως η όλη υπόθεση και να αποφευχθούν αντίστοιχα φαινόμενα στο μέλλον.
[Δημοσιεύτηκε στην εφημ. Τα Νέα του Σαββατοκύριακου 19-20.11.22]