Το ζήτημα της διευκόλυνσης της ψήφου των Ελλήνων εκλογέων εκτός επικρατείας ορθώς έχει ιεραρχηθεί ψηλά από την κυβέρνηση. Είναι ένα ζήτημα δικαιοσύνης και ισοτιμίας, το οποίο αφορά εκατοντάδες χιλιάδες συμπολίτες μας που ζουν στην αλλοδαπή. Εμφανίζει, ωστόσο, ιδιαίτερες δυσχέρειες: αφενός μεν σύμφωνα με το άρ. 51 παρ. 4 Σ. ο σχετικός εκτελεστικός νόμος πρέπει να ψηφιστεί με αυξημένη πλειοψηφία 200 βουλευτών, αφετέρου δε υπάρχουν αρκετές επιμέρους πρακτικές παράμετροι που θα πρέπει να ρυθμιστούν, όπως λ.χ. ο ειδικότερος τρόπος της εξ αποστάσεως ψηφοφορίας, ο καταλογισμός της ψήφου στην επικράτεια ή σε εκλογική περιφέρεια, η ύπαρξη ή μη «βουλευτών εξωτερικού», κ.ά. Ας δούμε, όμως, εγγύτερα τις βασικές διαστάσεις του ζητήματος:
Με τη Συνταγματική Αναθεώρηση του 2001 εισήχθησαν στο Σύνταγμα δύο σημαντικές «μετα-πλειοψηφικές εγγυήσεις» (γνωστές στις ΗΠΑ και ως «grandfather clauses»): η μία στο άρ. 54 παρ. 1 Σ. περί της ισχύος του εκλογικού νόμου από τις μεθεπόμενες εκλογές εκτός αν ψηφιστεί η άμεση ισχύς του από 200 βουλευτές· και η άλλη στο άρ. 51 παρ. 4 Σ., που απαιτεί και πάλι 200 βουλευτές για την ψήφιση του νόμου που «μπορεί να ορίζει τα σχετικά με την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος από τους εκλογείς που βρίσκονται έξω από την Επικράτεια».
Και στις δύο περιπτώσεις ο συνταγματικός νομοθέτης επιθυμεί ευρύτερες συναινέσεις, κάτι που είναι κατ’ αρχήν απολύτως θεμιτό. Η πρώτη δικλίδα ασφαλείας είναι πράγματι αναγκαία, ώστε να αποτρέπεται η καιροσκοπική αλλαγή του εκλογικού νόμου πριν από μία εκλογική αναμέτρηση, από πλευράς της εκάστοτε κυβερνητικής πλειοψηφίας. Η δεύτερη δικλίδα, όμως, είναι μάλλον υπερβολική, δεδομένου ότι με τον εκτελεστικό νόμο του άρ. 51 παρ. 4 Σ. ρυθμίζονται μόνον τα σχετικά με την άσκηση ενός ήδη υφιστάμενου δικαιώματος. Σε αμφότερες δε τις περιπτώσεις, γεννώνται εύλογες ενστάσεις ως προς το μέτρο της αυξημένης πλειοψηφίας των 200 βουλευτών που αξιώνει το Σύνταγμα. Διότι το μέτρο αυτό υπερβαίνει την πλειοψηφία των 180 βουλευτών που λ.χ. αρκεί για την αναγνώριση αρμοδιοτήτων του Συντάγματος σε όργανα διεθνών οργανισμών (όπως η ΕΕ· βλ. άρ. 28 παρ. 2 Σ.) ή ακόμη και για την αναθεώρηση μιας συνταγματικής διάταξης (βεβαίως, στο πλαίσιο μιας αναθεωρητικής διαδικασίας που απαιτεί επιφήφιση από δύο διαφορετικές συνθέσεις της Βουλής και μεταξύ τους μία εκλογική αναμέτρηση).
Ενόψει των ανωτέρω, μπορεί να διαγνώσει κανείς στο Σύνταγμα μία σοβαρή συστηματική αντινομία. Για να είμαστε δίκαιοι, όμως, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η πρόνοια του αναθεωρητικού νομοθέτη του 2001 για τη θέση αυστηρών δικλίδων ασφαλείας οφειλόταν στο ευρύ, πλην όμως συγκυριακό, συναινετικό κλίμα που χαρακτήρισε την τότε αναθεωρητική διαδικασία. Συναφώς δε, στην προσδοκία ότι το πολιτικό σύστημα θα συνέχιζε και στο μέλλον να πορεύεται με υπευθυνότητα και συναινετική διάθεση και δεν θα εγκλωβιζόταν σε μικροκομματικές σκοπιμότητες ή τακτικισμούς ως προς τα ζητήματα αυτά.
Δυστυχώς, όμως, η προσδοκία αυτή δεν επαληθεύτηκε. Αυτό φαίνεται πλέον στην υπό εξέλιξη προσπάθεια ψήφισης του εκτελεστικού νόμου του άρ. 51 παρ. 4 Σ. – σημειωτέον δε ότι το 2009 έγινε μία πρώτη απόπειρα ρύθμισης του ζητήματος, η οποία και ναυάγησε λόγω μη συγκέντρωσης των 200 βουλευτών. Το πολιτικό σύστημα μοιάζει να είναι εγκλωβισμένο σε ένα πρόβλημα που το ίδιο δημιούργησε. Στην τρέχουσα διαδικασία, το αυστηρό όριο των 200 βουλευτών απομάκρυνε τη συζήτηση από αυτό που ο συνταγματικός νομοθέτης επιθυμεί να ρυθμιστεί μέσω του εκτελεστικού νόμου του άρ. 51 παρ. 4 Σ., ήτοι την παροχή ουσιαστικών διευκολύνσεων στους εκλογείς του εξωτερικού για να ασκήσουν ένα συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμά τους, λ.χ. με τη θεσμοθέτηση της δυνατότητας ηλεκτρονικής ή επιστολικής ψήφου ή ψηφοφορίας σε προξενεία. Αντιθέτως, η διαπραγμάτευση μεταξύ συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης κατέληξε μέχρι στιγμής, κατόπιν σοβαρών υποχωρήσεων της πρώτης, στην επιβολή περιορισμών στην άσκηση του εν λόγω δικαιώματος, όπως είναι λ.χ. η παραμονή επί δύο τουλάχιστον έτη στην Ελλάδα την τελευταία 35ετία. Έτσι, αν μεθαύριο προσέλθει σε ελληνικό προξενείο συμπολίτης μας που την τελευταία 35ετία αποδεικνύει ένα έτος παραμονής στην Ελλάδα, δεν θα μπορεί να ασκήσει εκεί το εκλογικό του δικαίωμα· η μόνη εναλλακτική του θα είναι το αεροπλάνο, με το κόστος που αυτή συνεπάγεται.
Στο σημείο αυτό, ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στην ακόλουθη πτυχή: Κατά τη μάλλον κρατούσα γνώμη, στο άρ. 51 παρ. 4 Σ. προβλέπεται απλώς διακριτική ευχέρεια του κοινού νομοθέτη να προχωρήσει στην έκδοση του επίμαχου εκτελεστικού νόμου και όχι σχετική υποχρέωση (βλ. και ΕΔΔΑ υπόθ. Σιταρόπουλος κατά Ελλάδος, 15.3.2012). Το πρόβλημα, όμως, ανακύπτει εδώ από τη στιγμή που ο νομοθέτης αποφασίζει να προβεί σε σχετική ρύθμιση (μολονότι δεν υποχρεούται): διότι, όταν προχωρήσει στο βήμα αυτό, δεν μπορεί να παραβιάσει τις θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της καθολικότητας της ψήφου, καθώς και της λαϊκής κυριαρχίας, δημιουργώντας Έλληνες πολίτες «διαφορετικών ταχυτήτων». Οι αρχές δε αυτές και οι συνταγματικές διατάξεις, στις οποίες αποτυπώνονται, εντάσσονται στον σκληρό πυρήνα του Πολιτεύματός μας και γι’ αυτό δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση (άρ. 110 παρ. 1 Σ.). Ενόψει αυτού, παρέλκει η εξέταση του περαιτέρω ζητήματος αν το άρ. 51 παρ. 4 Σ. μπορεί να αναθεωρηθεί προς την παραπάνω κατεύθυνση της θέσπισης περιορισμών διά της τεθλασμένης, δηλαδή μέσω αναθεώρησης του άρ. 54 Σ., που έχει κριθεί εν μέρει αναθεωρητέο. Μία τέτοια αναθεωρητική πρακτική θα άνοιγε εν γένει τον ασκό του Αιόλου και θα επέτρεπε την αναθεώρηση διατάξεων που δεν έχουν κριθεί αναθεωρητέες μέσω άλλων, που αντιθέτως έχουν κριθεί αναθεωρητέες από την προαναθεωρητική Βουλή (λ.χ. αναθεώρηση του άρ. 16 Σ. μέσω του άρ. 102 Σ. και πρόβλεψη δυνατότητας ίδρυσης ΑΕΙ από ΝΠΙΔ ενός ΟΤΑ, κοκ).
Η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση επεδίωξε στο ζήτημα μία ευρεία συναίνεση. Ωστόσο, τα κόμματα της αντιπολίτευσης, απορρίπτοντας το ενδεχόμενο της ηλεκτρονικής ή επιστολικής ψήφου, έφεραν τη συναίνεση στον κατώτερο κοινό παρονομαστή. Το χειρότερο δε είναι ότι η μέχρι στιγμής επιτευχθείσα συναίνεση κινείται εκτός συνταγματικού πλαισίου. Τέτοιου είδους συναινέσεις, όσο ισχυρές και αν είναι, δεν αποβάλλουν το στίγμα της αντισυνταγματικότητας. Συναίνεση πάση θυσία, ερήμην του Συντάγματος, δεν αποτελεί επιλογή. Όσο δυσχερές και αν είναι, πρακτικά και πολιτικά, ένα ζήτημα, η περιφρούρηση της συνταγματικής τάξης είναι ο υπέρτατος νόμος.
*Δημοσιεύθηκε στα Νέα της 1.11.2019, σ. 10.