Στην Εισηγητική Έκθεση της Συνταγματικής Επιτροπής επί του Σχεδίου Συντάγματος του 1975 αναφέρονταν τα ακόλουθα: «Η αναθεώρησις αποφασίζεται μόνον υπό της Βουλής, κατόπιν προτάσεως 50 τουλάχιστον Βουλευτών και διά πλειοψηφίας των 3/5 του όλου αριθμών αυτών, εις 2 ψηφοφορίας, αφισταμένας κατά ένα τουλάχιστον μήνα. Διά της αποφάσεως ταύτης καθορίζονται και αι αναθεωρητέαι διατάξεις. Αφ’ ης απεφασίσθη η αναθεώρησις, η επομένη Βουλή, κατά την πρώτην αυτής Σύνοδον, αποφασίζει επί των αναθεωρητέων διατάξεων, διά της απολύτου πλειοψηφίας του όλου αριθμού των μελών αυτής. Εάν η πρώτη Βουλή ενέκρινε την πρότασιν περί αναθεωρήσεως δι’ ελάσσονος των 3/5 πλειοψηφίας, η νέα επομένη Βουλή, κατά την πρώτην Σύνοδον αυτής δύναται ν’ αποφασίση επί των αναθεωρητέων διατάξεων, αλλά διά της πλειοψηφίας των 3/5 του συνόλου των μελών αυτής. Επομένως, εις πάσαν περίπτωσιν, εις τι σημείον της διαδικασίας της αναθεωρήσεως, θ’ απαιτήται η ηυξημένη πλειοψηφία των 3/5 του συνόλου των Βουλευτών.»
Ο ιστορικός συντακτικός νομοθέτης δεν κάνει λόγο για κάποιαν δέσμευση της επόμενης Αναθεωρητικής Βουλής από το ειδικότερο περιεχόμενο ή, έστω, την κατεύθυνση που προσέδωσε στις αναθεωρητέες διατάξεις η πρώτη Βουλή –η οποία κινεί αρχικώς την αναθεωρητική διαδικασία–, και μάλιστα ασχέτως αν στην πρώτη Βούλη επιτεύχθηκε αυξημένη πλειοψηφία των 3/5 των βουλευτών. Η ιστορική αυτή ερμηνεία φαίνεται ότι ανταποκρίνεται και στο γράμμα του άρθρου 110 Συντ.
Επιπλέον, από ετών μάλλον κρατεί στην επιστήμη του συνταγματικού δικαίου η άποψη ότι η Αναθεωρητική Βουλή δεν δεσμεύεται από την απόφαση της προηγούμενης Βουλής για το περιεχόμενο –ή την κατεύθυνση– των αναθεωρητέων διατάξεων. Γίνεται δε χαρακτηριστικά δεκτό ότι η Αναθεωρητική Βουλή μπορεί να απορρίψει την αναθεώρηση όλων των διατάξεων που περιλαμβάνονται στην απόφαση της προηγούμενης Βουλής, ή και ορισμένων μόνον από αυτές, για οποιονδήποτε λόγο, περαιτέρω δε να τις καταργήσει ή να τις τροποποιήσει εν όλω ή εν μέρει (βλ. ενδεικτ. Ράικο, Συνταγματικό Δίκαιο, τόμ. Α’ – τεύχ. β’, σ. 248-249).
Η αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή περί δέσμευσης της Αναθεωρητικής Βουλής τουλάχιστον από την γενική κατεύθυνση που έδωσε η προηγούμενη Βουλή έχει ασφαλώς και αυτή σοβαρά επιχειρήματα υπέρ της –και εξίσου εγκρατείς υποστηρικτές με την πρώτη ερμηνευτική εκδοχή–, ιδίως όταν στην προηγούμενη Βουλή έχει επιτευχθεί αυξημένη πλειοψηφία των 3/5 των βουλευτών. Όπως έχει δε ειδικότερα υποστηριχθεί, αν δεν υπήρχε τέτοια δέσμευση, «θα καταστρατηγούνταν η διαίρεση της αναθεωρητικής διαδικασίας σε δύο διαδοχικά στάδια, με την παρεμβολή βουλευτικών εκλογών ανάμεσά τους, επειδή το εκλογικό σώμα δεν θα ήξερε τι καλείται να επιλέξει σε σχέση με το ζήτημα της αναθεώρησης» (Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο, σ. 118-119). Πράγματι, φαίνεται ότι γεννάται εδώ τουλάχιστον ζήτημα συμφωνίας με το πνεύμα του Συντάγματος. Διερωτάται, άλλωστε, κανείς γιατί να θέλει ο συντακτικός νομοθέτης αυξημένη πλειοψηφία τουλάχιστον στην μία ψηφοφορία και δεν προέβλεψε (απλή) απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών και στις δύο ψηφοφορίες – προφανώς επειδή επιζητούσε ευρεία συναίνεση σε μία τουλάχιστον ψηφοφορία. Επίσης, θα πρέπει να έχει κανείς υπόψη ότι στο πλαίσιο μιας εθνικής εκλογικής διαδικασίας δεν είναι ευχερώς διαγνωστό επί ποίων ζητημάτων τοποθετείται τελικά ο ψηφοφόρος, αν δηλαδή η κρίση του επηρεάζεται από οικονομικά, εθνικά, κοινωνικά θέματα ή (και) από την κατεύθυνση ή το περιεχόμενο των αναθεωρητέων διατάξεων – που κάλλιστα μπορεί να αγνοεί.
Πάντως, σε ηθικό τουλάχιστον επίπεδο, θα γεννούσε σοβαρό προβληματισμό λ.χ. τυχόν αναθέωρηση του άρθρου 32 Συντ., με την πρώτη Βουλή να συντάσσεται, και δη με πλειοψηφία των 3/5 των βουλευτών, υπέρ της άμεσης εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από τον λαό και με την Αναθεωρητική Βουλή να αποφασίζει εν συνεχεία, με (απλή) απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, την εκλογή του Προέδρου από την Βουλή.
Το κρίσιμο θέμα, ωστόσο, που ανακύπτει σε σχέση με την δεύτερη εκδοχή είναι η δυσχέρεια πρακτικού ελέγχου της τυχόν απόκλισης, μερικής ή πλήρους, της Αναθεωρητικής Βουλής από την κατεύθυνση που χάραξε η προηγούμενη Βουλή. Πρακτικώς, δηλαδή, μία τέτοια απόκλιση είναι μάλλον δυσχερώς ελέγξιμη από τα δικαστήρια, παρά τις παραδοχές της γνωστής υπ’ αρ. 11/2003 απόφασης του ΑΕΔ περί της αναθεώρησης του άρθρου 57 Συντ. για το περίφημο «ασυμβίβαστο» και την άποψη εκπροσώπων της θεωρίας ότι τέτοιος δικαστικός έλεγχος «συνταγματικότητας» συνταγματικών διατάξεων που προέκυψαν ύστερα από παράτυπη αναθεώρηση είναι κατ’ αρχήν νομικά εφικτός.
*Δημοσιεύθηκε στα Νέα της 14.2.2019, σ. 13.