Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και οι πολιτικοί συνασπισμοί που δημιουργούνται διεθνώς ανακλούν πράγματι μία ευρύτερη, ιστορική ίσως, αντιπαράθεση μεταξύ των φιλελεύθερων δημοκρατιών και διαφόρων αυταρχικών καθεστώτων ανά τον κόσμο που αμφισβητούν βασικές αξίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Κατά κύριο λόγο, αμφισβητούν την αξία και την αναγκαιότητα των δημοκρατικών διαδικασιών, βασικών πολιτικών και ατομικών ελευθεριών, όπως η ελευθερία του λόγου, καθώς και την ανάγκη για κρατική ουδετερότητα σε θεμελιώδη βιοτικά ζητήματα, όπως προεχόντως η θρησκευτική πίστη ή ο σεξουαλικός προσανατολισμός.
Δυστυχώς, και εντός των φιλελεύθερων δημοκρατιών υπάρχουν πολλοί θιασώτες των αυταρχικών καθεστώτων. Αυτό φάνηκε έντονα με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Βεβαίως, ο θαυμασμός των αυταρχικών και βίαιων μεθόδων ενός άφρονος ηγέτη από τη βολή και τις ανέσεις που προσφέρει η φιλελεύθερη δημοκρατία εκπλήσσει. Κυρίως γιατί δηλώνει πολιτική υποκρισία και ατιμία. Κάποιοι πλέον ονειρεύονται, μέσα από τη θαλπωρή και την ασφάλεια της φιλελεύθερης δημοκρατίας, κλειστές και αυταρχικές κοινωνίες, όπου θα έχουν καταλυθεί κεντρικοί πυλώνες των σύγχρονων δημοκρατιών.
Είναι μήπως υπερβολικά όλα αυτά;
Καθόλου, νομίζω. Ο κίνδυνος είναι πλέον ορατός (για την προοδευτική παρακμή των δημοκρατιών βλ. το εξαιρετικό βιβλίο των S.Levitsky/D.Ziblatt “How Democracies Die”). Ρωσία, Τουρκία, Κίνα, Βενεζουέλα και άλλες χώρες ανά τον κόσμο δείχνουν τον επικίνδυνο, ολισθηρό δρόμο. Το χειρότερο ίσως είναι η μεταξύ τους οικονομική και ιδεολογική διασύνδεση (όσο ετερόκλιτα και αν είναι τα καθεστώτα αυτά) και η έλξη που ασκούν πλέον οι αυταρχικές πρακτικές τους σε ευρέα στρώματα και πολιτικές δυνάμεις των δυτικών κοινωνιών, τόσο στα δεξιά όσο και τα αριστερά του πολιτικού φάσματος. Η αναγωγή των πάντων σε ζήτημα διαχείρισης της εξουσίας χωρίς καμία ηθική αξιολόγηση των επιμέρους χειρισμών, ιδίως η δίψα για απόλυτη εξουσία και απόλυτη συντριβή του πολιτικού αντιπάλου (τάση λ.χ. που μπορεί να ανιχνεύσει κανείς και στους Ρεπουμπλικάνους των ΗΠΑ) μάς πάνε δεκαετίες –αν όχι αιώνες– πίσω. Δεκαετίες προόδου και εκλέπτυνσης των θεσμικών και πολιτικών μας διαδικασιών αλέθονται στον μύλο τάχα του αντισυστημισμού και της κούρασης για το κατεστημένο.
Προφανώς κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι στις φιλελεύθερες δημοκρατίες είναι όλα ρόδινα και καλώς καμωμένα, κάθε άλλο. Βαρύνονται με πολλά κρίματα, μεταξύ άλλων και με καταστροφικούς πολέμους σε διάφορα μέρη του πλανήτη – βλ. λ.χ. την επέμβαση των ΗΠΑ στο Ιράκ. Αλλά σε σύγκριση με τα αυταρχικά καθεστώτα οι φιλελεύθερες δημοκρατίες είναι σαφώς προτιμώτερες. Τόσο από πλευράς σκοπιμότητας, που σημαίνει καλύτερους όρους διαβίωσης, όσο και από πλευράς δικαιοσύνης, που σημαίνει διακυβέρνηση και κοινωνική συμβίωση με τους δικαιότερους δυνατούς όρους. Φαίνεται ότι στον δυτικό κόσμο ένα σημαντικό τμήμα των κοινωνιών έχει ξεχάσει τη σημασία του να ζει κανείς σε μία φιλελεύθερη δημοκρατία, όπου εξασφαλίζεται κατ’ αρχήν η προστασία βασικών πολιτικών και ατομικών ελευθεριών. Ένα άλλο τμήμα δικαίως νιώθει κοινωνικά περιθωριοποιημένο, κυρίως λόγω οικονομικών ανισοτήτων: οι παραπάνω ελευθερίες δεν του λένε τίποτε και αισθάνεται συχνά ότι ο οικονομικός φιλελευθερισμός περισσότερο το βλάπτει παρά το ωφελεί. Αυτά όμως είναι ζητήματα που μπορούν να συζητηθούν (ήδη συζητούνται άλλωστε) και να αντιμετωπιστούν μέσα σε μία φιλελεύθερη δημοκρατία, η οποία εν γένει επιτρέπει την αυτοκριτική και την αυτοαμφισβήτηση (όπως από καιρό έχει διακρίνει εναργώς και ο Κορνήλιος Καστοριάδης). Αυτές οι ιδιότητες, ωστόσο, δεν απαντούν στα αυταρχικά καθεστώτα. Και η ειδοποιός αυτή διαφορά είναι καθοριστική.
Κατά βάσιν, το ερώτημα που τίθεται και συγκροτεί το νέο δίπολο παγκοσμίως είναι σε τι κοινωνία θέλουμε να ζούμε: σε μία φιλελεύθερη (με όλες τις ατέλειες και τα μειονεκτήματά της) ή σε μία αυταρχική; Και δεν είναι μόνο η αρχή της δημοκρατικής εναλλαγής των κομμάτων στην εξουσία ή η εγγύηση θεμελιωδών ελευθεριών, όπως η ελευθερία της έκφρασης ή του τύπου, που γέρνουν σαφώς την πλάστιγγα υπέρ της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Εξίσου σημαντικό είναι ότι σ’ αυτήν διασφαλίζεται κατ’ αρχήν η βασική αξίωση για ηθική ουδετερότητα του κράτους απέναντι σε κεντρικές επιλογές μας, όπως η θρησκευτική πίστη, ο γάμος ή ο σεξουαλικός μας προσανατολισμός. Τα αυταρχικά καθεστώτα συχνά θεσπίζουν νομοθεσίες που παραβιάζουν την εν λόγω ηθική ουδετερότητα, διότι αρνούνται στους πολίτες την εξουσία να λαμβάνουν οι ίδιοι αποφάσεις επί τέτοιων σοβαρών ζητημάτων, επιβάλλουν αντ’ αυτού κεντρικά ένα δικό τους (συλλογικό) πρότυπο και έτσι θίγουν τον πυρήνα της αξίας του ανθρώπου. Σε τέτοια ζητήματα, όμως, όπως επισημαίνει ο μεγάλος φιλόσοφος του δικαίου Ρόναλντ Ντουόρκιν, τα άτομα έχουν το δικαίωμα να αποφασίζουν ελεύθερα, στον βαθμό ασφαλώς που δεν θίγουν την ελευθερία των άλλων. Μία κυβέρνηση δεν μπορεί να περιορίσει αυτή τη θεμελιώδη ηθική ανεξαρτησία (ethical independence) του ατόμου. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά και πάλι ο Ντουόρκιν, το δικαίωμα στην ηθική ανεξαρτησία παραβιάζεται και η ελευθερία μας υποχωρεί, όταν μία κυβέρνηση περιορίζει την αυτονομία μας για να μας επιβάλει μία συλλογική ηθική κρίση ή αξιολόγηση επί ζητημάτων καθαρά προσωπικού χαρακτήρα (όπως η θρησκευτική πίστη, οι προσωπικές σχέσεις, κοκ).
Με άλλες λέξεις, σε μία φιλελεύθερη δημοκρατία αναγνωρίζεται το θεμελιακό δικαίωμά μας να διαφωνούμε επί ορισμένων βασικών ηθικών ή άλλων βιοτικών επιλογών μας. Και μέσα από αυτή τη διαφωνία και την αναγνώριση της διαφορετικότητας μπορούμε να συνυπάρχουμε ειρηνικά – με τα όποια προβλήματα ή και τις έντονες τριβές που μπορεί να δημιουργούνται μεταξύ μας. Ίσως το παραβλέπουμε ενίοτε, αλλά στον σύγχρονο δυτικό κόσμο έχουμε χτίσει εν τέλει, τις τελευταίες δεκαετίες, ένα σπουδαίο κεκτημένο: τη δυνατότητα ακριβώς ειρηνικής συνύπαρξης μέσα από την αναγνώριση διαφορετικών θεάσεων και σχεδίων ζωής. Και φαίνεται ότι ήρθε πλέον η ώρα, μαζί με το δημοκρατικό κεκτημένο, να υπερασπιστούμε σθεναρά και το πολύτιμο αυτό κεκτημένο συμβίωσης.
[Δημοσιεύτηκε στο Βήμα της Κυριακής 27.3.2022]