Το δημοψήφισμα και το νόημα των λέξεων

Στην πολιτική δεν είναι σπάνιο να αθετούνται προεκλογικές υποσχέσεις ή να ανακαλούνται, εν όλω ή εν μέρει, βασικές προγραμματικές εξαγγελίες. Αυτό μπορεί να συμβεί, κατά βάσιν, είτε επειδή μετά την ανάληψη της εξουσίας επέρχονται απρόβλεπτα γεγονότα που ανατρέπουν εκ βάθρων τους αρχικούς σχεδιασμούς, είτε επειδή ο σχηματισμός που αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση αγνοούσε, ανυπαίτια, την πραγματική κατάσταση που παρέλαβε.

Κατά την κυβερνητική μεταβολή του 2015 δεν συνέτρεχε όμως κάποια τέτοια περίσταση. Η δημοσιονομική κατάσταση, αλλά και τα περιθώρια διαπραγμάτευσης με τους εταίρους ήταν προ πολλού γνωστά. Οι προειδοποιήσεις από εγχώριους και διεθνείς αναλυτές εξίσου σαφείς: μία σύγκρουση με τους δανειστές επί τη βάσει μαξιμαλιστικών αιτημάτων του τύπου «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός» θα επέφερε ακόμη μεγαλύτερα δεινά στον ελληνικό λαό, τη στιγμή που η οικονομία είχε αρχίσει να εμφανίζει τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης – ομολογουμένως, βεβαίως, το μεγάλο ζήτημα του ασφαλιστικού παρέμενε ακόμη ανοιχτό μέχρι τα τέλη του 2014, αλλά κι αυτό ήταν γνωστό στον πολιτικό κόσμο ήδη από την εποχή Γιαννίτση. Πέραν αυτών, το ότι δεν υπήρχε προηγούμενη κυβερνητική εμπειρία δεν μπορεί, προφανώς, να αποτελέσει δικαιολογία για ένα κόμμα που διεκδικεί την εξουσία.

Όπως έγραφα στην Καθημερινή της 28.12.2014, το τρένο της μεγάλης αυταπάτης έτρεχε τότε να συναντήσει τον τοίχο της πραγματικότητας. Η συγκυβέρνηση που ανέλαβε τα ηνία της χώρας τον Ιανουάριο 2015 έβλεπε σιγά-σιγά κι αυτή να πλησιάζει η στιγμή της ολέθριας σύγκρουσης· και στο «και πέντε» ανέκρουσε πρύμναν. Μεσολάβησε όμως πρώτα το δημοψήφισμα, που μάλλον συνελήφθη σαν βαλβίδα λαϊκής εκτόνωσης για όλη αυτή τη φρενήρη πορεία, θα καταγραφεί ωστόσο στην πολιτική ιστορία της χώρας ως μνημείο θεσμικής αυθαιρεσίας (ως προς τον τρόπο προκήρυξης, την προθεσμία διενέργειάς του, τη διατύπωση του ερωτήματος κοκ).

 Το ίδιο ακριβώς βράδυ της 5ης Ιουλίου 2015 εγκαινιάστηκε και ένα νέο «πολιτικό αφήγημα», με σκοπό να αναχαιτιστούν άμεσα οι επικίνδυνες συνέπειες μιας έντονης διάψευσης προσδοκιών, τόσο στο εκλογικό σώμα όσο και στο εσωτερικό των συγκυβερνώντων κομμάτων, και έτσι να διασφαλιστεί η παραμονή στην εξουσία. Μετά την κατάρρευση του οικοδομήματος της συγκρουσιακής διαπραγμάτευσης, έπρεπε πλέον η πραγματικότητα να προσαρμοστεί τάχιστα στα μέτρα ενός νέου «αφηγήματος». Στο πλαίσιο αυτό, η ήττα βαφτίστηκε νίκη και το «όχι» στο δημοψήφισμα μετατράπηκε σε «ναι» στο Ευρώ, στα μνημόνια, στη συνέχιση της επιτήρησης με άλλα μέσα (με την ονοματολογική και μόνον αντικατάσταση της «τρόικας» με τους «θεσμούς» κοκ).

Η χώρα σώθηκε πράγματι στο «και πέντε». Με συνέπειες όμως βαρύτατες: παράταση της ύφεσης και των υψηλών ποσοστών ανεργίας, επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, υπογραφή νέου μνημονίου με περαιτέρω δανεισμό, εξαέρωση της αξίας των τραπεζικών μετοχών με την «ανακεφαλαιοποίηση» του φθινοπώρου του 2015, κ.ά.

Σε όλα αυτά προσετέθη μία ακόμη συνέπεια μη οικονομικής φύσεως, εξίσου όμως σοβαρή: Από το δημοψήφισμα και μετά, οι λέξεις έχασαν το νόημά τους και η πίστη στην αξία της πολιτικής θέσης ευτελίστηκε. Τα τελευταία τρία χρόνια λέγονται από τα κυβερνητικά χείλη, την ίδια στιγμή, τα πάντα και τα αντίθετά τους. Κυριαρχεί μία καιροσκοπική πολιτική μετα-γλώσσα, που υποτιμά, συνειδητά, τη νοημοσύνη των πολιτών. Η πολιτική αυτή πρακτική έχει ξεπεράσει, σε ένταση και συχνότητα, τη λογική των βάσεων που έφευγαν για να μείνουν ή του κράτους που επανιδρυόταν μένοντας το ίδιο.

Ενδεικτικά παραδείγματα: «Τα αεροδρόμια δεν εκχωρούνται», αλλά ευθύς αμέσως υπογράφονται οι συμβάσεις παραχώρησης. «Οι συντάξεις δεν κόβονται, αλλά μόνο ένα τμήμα αυτών.» «Έχουμε πλέον μία καθαρή έξοδο από τα μνημόνια και τη δημοσιονομική επιτήρηση», τη στιγμή που η αυστηρή επιτήρηση θα συνεχιστεί για πολύ καιρό ακόμη, με εφαρμογή δημοσιονομικού προγράμματος, τακτικούς ελέγχους, αλλά και έκφραση γνώμης της Επιτροπής επί του σχεδίου κρατικού προϋπολογισμού (σημειωτέον ότι η «Ενισχυμένη Οικονομική και Δημοσιονομική Εποπτεία» έχει θεσπιστεί ήδη με τον Κανονισμό ΕΕ 472/2013 για τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης που αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα χρηματοοικονομικής σταθερότητας).   

Μεταξύ των πολιτών είναι φυσικό να κυριαρχεί πλέον η γενικότερη αίσθηση ότι οι πολιτικοί δεν πολυεννοούν αυτά που λένε και ότι η περίφημη «κυβίστηση» είναι μία αποδεκτή πολιτική πρακτική. Το φαινόμενο αυτό οδηγεί, βεβαίως, στη συνολική απαξίωση του πολιτικού συστήματος, αλλά και στη διάβρωση των αρχών και αξιών που συνέχουν μία βιώσιμη πολιτική κοινότητα· συγχρόνως δε, μέσα σ’ αυτό το κλίμα ενισχύονται τα άκρα.

Συνεπώς, δεν είναι μόνον η οικονομία και οι θεσμοί που πρέπει να μας απασχολούν: Μία ακόμη σημαντική πρόκληση πλέον είναι να αποκατασταθεί το νόημα των λέξεων. Να ξέρουμε τι λέμε και τι εννοούμε στον δημόσιο διάλογο. Να πιστεύουμε αυτό που λέμε, να λέμε αυτό που πιστεύουμε.

                                            *Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή της 1.7.2018, σ. 28.