Η θεσμική δοκιμασία των τελευταίων ετών
Η χώρα δοκιμάστηκε σοβαρά τα τελευταία τέσσερα έτη, ιδίως σε θεσμικό επίπεδο. Η στιγμή της απόλυτης δοκιμασίας ήταν το δημοψήφισμα που προκάλεσε η κυβερνητική πλειοψηφία, προκειμένου να καλύψει την καταστροφική κατάληξη της «περήφανης διαπραγμάτευσης» του α’ εξαμήνου του 2015. Ένα δημοψήφισμα που διεξήχθη υπό όρους αμφίβολης συνταγματικής νομιμότητας: μέσα σε μία μόλις εβδομάδα και με ελάχιστα περιθώρια ουσιαστικής πληροφόρησης των πολιτών, οι τελευταίοι κλήθηκαν να πάρουν θέση επί ενός νεφελώδους ερωτήματος. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ερμηνεύθηκε με τέτοιο τρόπο ώστε να δικαιολογηθεί μία ολική πολιτική μεταστροφή, που απέτρεψε την άτακτη χρεωκοπία. Το καλοκαίρι του 2015 με τη στήριξη της αντιπολίτευσης η χώρα παρέμεινε μεν εντός της ΕΕ και της Ευρωζώνης, αλλά με επιπλέον, αχρείαστο κόστος δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ. Το βαρύ αυτό τίμημα μιας ολιγόμηνης φρενήρους πορείας ομολογείται πλέον ανοιχτά και από κυβερνητικά στελέχη.
Στη συνέχεια η κυβερνητική πλειοψηφία επιχείρησε με διάφορους τρόπους να εδραιώσει ένα σύστημα εξουσίας, που θα μπορούσε να λειτουργεί περισσότερο «απελευθερωμένο» από ενοχλητικούς θεσμικούς περιορισμούς ή αντιπολιτευτικές φωνές. Ωστόσο, η δικαστική εξουσία στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων, λειτουργώντας ως στέρεο θεσμικό αντίβαρο. Αναφέρομαι εδώ πρωτίστως στην απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για το περίφημο θέμα των τηλεοπτικών αδειών. Παρά τις ασφυκτικές πιέσεις που ασκήθηκαν, το Συμβούλιο της Επικρατείας έσωσε την τιμή των θεσμών. Η στάση του είχε μεγάλη σημασία όχι μόνον ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα που κρίθηκε, αλλά και σε επίπεδο γενικότερου συμβολισμού: αφενός μεν περιφρούρησε τις αρχές της πλουραλισμού και της πολυφωνίας –που είναι το απαραίτητο οξυγόνο σε μία δημοκρατία–, αφετέρου δε διατήρησε την ανεξαρτησία του έναντι μιας κυβερνητικής πίεσης που υπονόμευε ευρύτερα τους θεσμούς. Απέτρεψε έτσι, εν τέλει, μία «ορμπανοποίηση» της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Βεβαίως, για να είμαστε δίκαιοι, τέτοιου είδους συμπεριφορές υπονομευτικές των θεσμών δεν προέκυψαν εν κενώ. Ομολογουμένως, ο σεβασμός του πολιτικού συστήματος στους θεσμούς και σε θεμελιώδεις συνταγματικές επιταγές παραμένει διαχρονικά χαμηλός. Το πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα εξουσίας, που καθιερώθηκε μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986, δημιουργεί μία αίσθηση παντοδυναμίας στο εκάστοτε πρωθυπουργικό επιτελείο. Είναι πραγματικά θέμα προσωπικού πολιτικού ήθους και βάρους, θεσμικής και ιστορικής συνείδησης το αν ο εκάστοτε προσωρινός ένοικος του Μαξίμου θα σεβαστεί τα ρητά και άρρητα όρια ή θα τα υπερβεί. Ο πειρασμός της υπέρβασης είναι μεγάλος, αντιστοίχως όμως ισχυρές πρέπει να είναι οι εσωτερικές αντιστάσεις, οι δυνάμεις αυτοανάσχεσης (self-restraint). Δυστυχώς δε, όταν ένα πρωθυπουργικό επιτελείο υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλουν το Σύνταγμα και το θεσμικό ήθος, δημιουργεί ένα κακό θεσμικό προηγούμενο για τη δημοκρατία μας· μετατοπίζει κόκκινες γραμμές που δύσκολα επαναχαράσσονται, δύσκολα επαναφέρονται στο αρχικό σημείο.
Οι πρόσφατες υπερβάσεις ορίων
Υπέρβαση ορίων φαίνεται να είχαμε και πάλι τις τελευταίες εβδομάδες, όταν ο Πρωθυπουργός επέλεξε να απενοχοποιήσει ανοιχτά διάφορες συμπεριφορές, υπουργών του αλλά και δικές του· συμπεριφορές που εγείρουν τουλάχιστον ζητήματα αρχής και δεοντολογίας, αναφορικά κυρίως με τα πάσης φύσεως «δώρα» που μπορεί να δέχεται ένας κυβερνητικός παράγοντας από έναν επιχειρηματία. Τέτοια δε ζητήματα αφορούν άμεσα στο δημόσιο συμφέρον και, σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, μπορούν να οδηγήσουν ακόμη και σε κάμψη της προστασίας της ιδιωτικότητας ενός πολιτικού (πρβλ. και την πρόσφατη «παγίδευση» του αυστριακού αντικαγκελάριου). Δεν είναι, πάντως, πρώτη φορά που μας απασχολούν στη μεταπολίτευση τέτοια ηθικής τάξεως ζητήματα, χωρίς αυτό βεβαίως να μειώνει τη σπουδαιότητά τους (ας θυμηθούμε λ.χ. τι συνέβη περί τα τέλη της δεκαετίας του ‘80 με την αγορά της κατοικίας του πρωθυπουργού και τις δημόσιες τότε παραδοχές περί των πηγών χρηματοδότησής της).
Άλλο πρόσφατο συναφές περιστατικό είναι η δημόσια κατηγορία-καταγγελία κορυφαίου πρώην υπουργού και κυβερνητικού εταίρου ότι πρώην συνάδελφός του υπουργός (προερχόμενη, μάλιστα, από το δικό του κόμμα), νυν δε υποψήφια ευρωβουλευτής, έχει «χρηματίσει» εταιρείες δημοσκοπήσεων με κονδύλια του υπουργείου –του οποίου εκείνη προΐστατο–, ώστε να της επιφυλάσσουν «προνομιακή μεταχείριση» στις δημοσκοπήσεις. Παρά τη σοβαρότητα της καταγγελίας, δεν εκδηλώθηκε κάποια σοβαρή αντίδραση, ιδίως από τις αρμόδιες εισαγγελικές αρχές. Έτσι, και το γεγονός αυτό φαίνεται να εντάσσεται σε μία ιδιότυπη πολιτική «κανονικότητα».
Απονεύρωση των κοινωνικών ανακλαστικών
Εν γένει, περιστατικά όπως τα προαναφερθέντα, ενώ απασχολούν για λίγο –έστω και έντονα– την τρέχουσα πολιτική αντιπαράθεση, εν συνεχεία μάλλον λησμονούνται· δεν φαίνεται να συγκινούν ιδιαίτερα αρμοδίους ή μη. Μοιάζει δε πλέον να έχουν κανονικοποιηθεί στη συνείδηση των πολιτικών και, ακόμη χειρότερα, των πολιτών. Και αυτή η κατάσταση απάθειας ή, ακριβέστερα, απονεύρωσης των κοινωνικών ανακλαστικών είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη για την ποιότητα της δημοκρατίας και των θεσμών μας.
Η επαναφορά των ορίων σε ένα σημείο θεσμικής ισορροπίας είναι εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα. Προϋποθέτει, μάλιστα, την ύπαρξη ενός ισχυρού ηθικού αιτήματος από τα κάτω, δηλαδή από την ίδια την κοινωνία. Ένα τέτοιο αίτημα, όμως, δεν φαίνεται να προτάσσεται σήμερα στην ελληνική κοινωνία – όπως, αντιθέτως, συμβαίνει σε άλλες χώρες, όπου λ.χ. οι πολίτες διαδηλώνουν μαζικά υπέρ της ελευθερίας του Τύπου ή της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης.
Ο Τίτος Πατρίκιος, πάντως, έχει δει εγκαίρως πολύ καθαρά το πρόβλημα: αλήθεια, πόσο ευθύβολη η προειδοποίησή του ότι «κάθε υπέρβαση ορίων καταλήγει σε μία μετάθεσή τους» (Ο Πειρασμός της νοσταλγίας, εκδ. Κίχλη 2015). Στην πατρίδα μας κινδυνεύουμε πλέον να διολισθαίνουμε συνεχώς από μετάθεση σε μετάθεση των ορίων, σε μία πορεία διαρκούς κανονικοποίησης βαρέων θεσμικών και πολιτικών ατοπημάτων.
*Δημοσιεύθηκε στο Βήμα της 26.5.2019, σ. 22-23/2-3 («νέες εποχές»).