Ελευθερία η ακύρωση της λαχτάρας
Οι εκδόσεις Δώμα μάς συστήνονται. Το πρώτο δείγμα γραφής είναι πολύ ελπιδοφόρο: περί Ελευθερίας από τις Διατριβές του Επίκτητου· απόδοση στα νέα ελληνικά από τον Θάνο Σαμαρτζή (ΘΣ), με λόγο άμεσο, σύγχρονο, μεστό· από τα χέρια του ιδίου και το έμπλεο φιλοσοφικών ερωτημάτων –αν και σύντομο– Επίμετρο· επιμέλεια-αισθητική της έκδοσης άψογη, από την Μαριλένα Καραμολέγκου και τον ΘΣ.
Ο στωικός φιλόσοφος Επίκτητος μας προτρέπει να «ακυρώσουμε τη λαχτάρα» της εξουσίασης των πραγμάτων που δεν μας ανήκουν –που μας είναι δηλαδή «ξένα»–, προκειμένου να γίνουμε πραγματικά ελεύθεροι, αδέσμευτοι, ευτυχείς. Η θεώρηση αυτή αφορμάται από μία σειρά θεμελιωδών ερωτημάτων: Τι εξουσιάζουμε; Τι θέλουμε; Τι συμβαίνει όταν μεταξύ εξουσίασης και θέλησης ανοίγεται χάσμα βαθύ; Μπορούμε να θέλουμε περισσότερα απ’ όσα εξουσιάζουμε ή απ’ όσα (αντικειμενικά) μπορούμε; Είναι δυνατόν να στεναχωριόμαστε όταν δεν μπορούμε να κάνουμε τη μέρα νύχτα, ή το αντίστροφο; Ζούμε, εν τέλει, μόνον για μία στο τόσο γιορτή των Σατουρναλίων (γιορτή των Ρωμαίων, όπου επιτρεπόταν στους δούλους να φέρονται σαν ελεύθεροι), μόνον δηλαδή για κάποιες στιγμές ελευθερίας;
Η βάση της θεώρησης του Επίκτητου είναι σαφής: «Καθάρισε τις ιδέες σου, ώστε να μη δεθεί πάνω σου κάτι που δεν είναι δικό σου, να μην αναπτυχθεί μαζί σου κάτι ξένο, και να μη λυπηθείς αν φύγει από σένα. Και λέγε εξασκούμενος καθημερινά […] ότι προσπαθείς να κερδίσεις την ελευθερία σου. Γιατί αυτή είναι η πραγματική ελευθερία» (σ. 41-42). Τα πράγματα φτάνουν στα άκρα ίσως στη φιλοσοφική προσέγγιση του Διογένη του Κυνικού, όπου η αυτάρκεια, η απόλυτη λιτότητα, η καθολική σχεδόν ακτημοσύνη ανάγονται σε προϋπόθεση της πραγματικής ελευθερίας: «Ό,τι είχε», λέει ο Επίκτητος, «μπορούσε εύκολα να τ’ αφήσει. Τίποτα δεν ήταν δεμένο πάνω του, όλα μπορούσαν εύκολα να εγκαταλειφτούν. Αν έπαιρνες κάτι δικό του, προτιμούσε να σου το αφήσει παρά να σ’ ακολουθήσει για να το πάρει πίσω. Αν του έπαιρνες το πόδι του, θα σου άφηνε το πόδι του. Αν του έπαιρνες ολόκληρο το σώμα του, θα σου άφηνε το σώμα του. Τους δικούς του το ίδιο, το ίδιο και τους φίλους του, το ίδιο και την πατρίδα του» (σ. 52).
Και η τελική προσταγή του Επίκτητου περί ακύρωσης της λαχτάρας έρχεται σαν φυσική απόληξη των ανωτέρω: «Την ελευθερία δεν την προσφέρει η πραγματοποίηση των όσων λαχταράς, αλλά η ακύρωση της λαχτάρας. […] …μόχθησε τώρα για την ακύρωση της λαχτάρας. Μείνε ξάγρυπνος για να χτίσεις το φρόνημα εκείνο που θα σε κάνει ελεύθερο» (σ. 58).
Στο Επίμετρο, ο ΘΣ αναδεικνύει τους δύο δρόμους για την ελευθερία (σ. 99): αφενός μεν τον δρόμο της διεύρυνσης της σφαίρας εξουσίασης (έτσι ώστε να εξουσιάζω περισσότερα πράγματα από εκείνα που επιθυμώ), αφετέρου δε τον δρόμο του περιορισμού της θέλησης (έτσι ώστε η θέλησή μου να περιοριστεί μόνον στα πράγματα που είναι ήδη υπό την εξουσία μου). «Και στις δύο περιπτώσεις, ο σκοπός είναι να συμπέσει η σφαίρα των πραγμάτων που εξουσιάζω με τη σφαίρα των πραγμάτων που θέλω», θα σημειώσει εύστοχα ο ΘΣ (σ. 99). Στη συνέχεια, μόνον να υπαινιχθεί μπορεί, στο πλαίσιο ενός σύντομου Επιμέτρου, την πληθώρα των περαιτέρω φιλοσοφικών ερωτημάτων που ξεπηδούν από αυτόν τον βασανιστικό δυϊσμό.
Κλείνει κάπως απότομα, είναι αλήθεια, το Επίμετρο· εδώ ίσως θα περίμενε κανείς περισσότερα, έστω κάποιες παραπάνω σκέψεις και προβληματισμούς στα ερωτήματα που τίθενται. Είναι ο δεύτερος δρόμος (του περιορισμού της θέλησης) πράγματι «ο δρόμος των δειλών, των μικρών, των ασήμαντων», ενώ ο πρώτος (της διεύρυνσης της σφαίρας εξουσίασης) ο δρόμος «των τολμηρών, των μεγάλων, των ηρώων» (σ. 100); Προκαλεί στο άτομο η διάσταση μεταξύ αντικειμενικού δύνασθαι και υποκειμενικής θέλησης ένα χάσμα ψυχικά ατιθάσευτο, μία μόνιμη εστία εσωτερικής έντασης, και ποιες οι ατομικές και κοινωνικές συνέπειες που απορρέουν εντεύθεν;
Το να θέτει, βεβαίως, κανείς τα ερωτήματα, δεν σημαίνει ότι έχει και τις απαντήσεις ή ότι υποχρεούται να δώσει απαντήσεις. Αυτή είναι, εξάλλου, και η βαθιά γοητεία της φιλοσοφίας: το ερώτημα, η διατύπωσή του και η επίμονη αιώρησή του στη σφαίρα του προσωπικού και συλλογικού προβληματισμού.
*Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή της 11.7.2017, σ. 14.