Κακός λογικός – κακός νομικός;
Η σχέση δικαίου και λογικής
Η σχέση δικαίου και λογικής δεν έχει διερευνηθεί μέχρι στιγμής συστηματικά στην χώρα μας, και μάλιστα σε επίπεδο μονογραφίας. Ακριβώς το κενό αυτό έρχεται να καλύψει η ανά χείρας μελέτη.
Ο σ. τονίζει ευθύς εξ αρχής τη σπουδαιότητα αλλά και τη συχνότητα επίκλησης της λογικής στον δικαιικό χώρο, καθιστώντας σαφές ότι η μομφή περί εμφιλοχώρησης ενός λογικού ελαττώματος στον νομικό συλλογισμό είναι από τις σημαντικότερες που μπορούν να προσαφθούν μεταξύ των νομικών. Έτσι, κατά τον σ., η λογική ανάγεται και στον χώρο της νομικής σε ένα τρίτο αντικειμενικό κριτή, σε ένα forum στάθμισης της αληθοτιμής μιας νομικής κρίσεως.
Η μελέτη απαρτίζεται από τέσσερα κεφάλαια, τα οποία και αντιστοιχούν σε τέσσερις επιμέρους τρόπους «σύλληψης» της σχέσης δικαίου και λογικής. Στο πρώτο κεφάλαιο καταγράφονται τα βασικά γνωρίσματα των επιστημών της νομικής και της λογικής. Στο δεύτερο αναλαμβάνεται κυρίως η προσπάθεια ανάδειξης των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των νομικών κανονιστικών προτάσεων· ιδιάζον εδώ χαρακτηριστικό αποτελεί αναντίρρητα η συμπερίληψη στους νομικούς κανόνες των λεγόμενων δεοντικών τροπικοτήτων, μικρών δηλαδή φράσεων όπως «επιτρέπεται να…» ή «απαγορεύεται να…», φράσεων που διαχωρίζουν τις νομικές κανονιστικές προτάσεις από το παραδεδομένο πρότυπο των αποφαντικών κρίσεων – οι οποίες μπορούν να λάβουν μία εκ των δύο τιμών «αληθής/ψευδής». Κατόπιν, στο τρίτο κεφάλαιο ο σ. αναλύει τον ρόλο της λογικής κατά τον σχηματισμό και την αιτιολόγηση της δικανικής κρίσεως· κύριο σημείο αναφοράς είναι εδώ ο περίφημος υπαγωγικός δικανικός συλλογισμός, ο οποίος παριστά τη λογική διαδικασία υπαγωγής των εκάστοτε πραγματικών περιστατικών στο «πραγματικό» ενός κανόνα δικαίου. Τέλος, στο τέταρτο κεφάλαιο ο σ. κατά κύριο λόγο αναζητεί τη μέθοδο και τους όρους μιας κατά Λόγον νομοθέτησης, νοούμενης εδώ ως «σύμπηξης ενός συστήματος κανόνων δικαίου, δηλαδή μιας λειτουργικής ενότητας κανονιστικών προτάσεων, που διαθέτει τα χαρακτηριστικά της πληρότητας (έλλειψης κενών) και της συνοχής (έλλειψης αντιφάσεων)». Ο σ. ξεδιπλώνει, εν προκειμένω, με σαφήνεια τις εγνωσμένες πλέον αρετές ενός νομοθετικού συστήματος που εμφανίζει οργανική-τελολογική συνοχή και ενότητα· η απουσία, στο μέτρο του δυνατού, εσωτερικών αντιφάσεων μεταξύ των περιεχόμενων στο σύστημα διατάξεων αλλά και θεμελιωδών αξιολογήσεων ανάγεται εδώ σε πρωταρχικό desideratum.
Παρά το γεγονός ότι ο σ. κινείται αποκλειστικά σχεδόν στον χώρο της τυπικής λογικής, δεν παραλείπει να θίξει και ένα μείζον μεθοδολογικό ζήτημα που άπτεται κατ’ ουσίαν της ουσιαστικής λογικής: πρόκειται για την ανάγκη ορθολογικής εξελεγξιμότητας των εκάστοτε παραγόμενων νομικών κρίσεων (που εμπεριέχονται λ.χ. σε δικαστικές αποφάσεις), διαμέσου της παροχής πειστικών λόγων, ικανών να στηρίξουν επαρκώς την εκάστοτε εκφερόμενη νομική κρίση. Η ανάγκη αυτή εκπηγάζει από το γεγονός ότι σε αρκετές περιπτώσεις, ιδίως δε όταν υφίσταται σύγκρουση μεταξύ ισοσθενών κατ’ αρχήν δικαιωμάτων ή ελευθεριών (λ.χ. μεταξύ ελευθερίας του τύπου και δικαιώματος στην προσωπικότητα), οι νομικές κρίσεις βασίζονται εν τέλει σε αξιολογικές σταθμίσεις, στις οποίες πάντοτε ελλοχεύει ο κίνδυνος του υποκειμενισμού· γι’ αυτό και σε τέτοιες περιπτώσεις, όπου η εύρεση του δικαίου δεν αποτελεί μία απλή μηχανική διαδικασία υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών στη μείζονα νομοθετική πρόταση, αναγκαία προβάλλει μία πειστική ουσιαστική θεμελίωση της εκφερόμενης κρίσεως, με αναγωγή κυρίως σε έλλογα επιχειρήματα.
Στο σύνολό της αποτιμώμενη, η παρούσα μελέτη αναδεικνύει έναν σ., ο οποίος κινείται με μεγάλη άνεση σε ολόκληρο το φάσμα της μεθοδολογίας του δικαίου. Με αξιοθαύμαστη δε ευκρίνεια δύναται να παρουσιάζει λεπτές εννοιολογικές διακρίσεις ή εκ κατασκευής δυσνόητες θεωρητικές προσεγγίσεις. Επειδή ακριβώς η μελέτη είναι εξαιρετικά εύληπτη, είναι μάλλον προφανές ότι δεν απευθύνεται μόνον στον νομικό κόσμο, αλλά και σε ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό που επιθυμεί να πείθει και να πείθεται με έλλογα επιχειρήματα, και όχι απλώς να πιστεύει σε εξ αποκαλύψεως «αλήθειες».
*Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή της 6.5.2012, σ. 7 («Τέχνες & Γράμματα»).