Είναι αποδεκτό σε ένα σύστημα ποινικής δικαιοσύνης να παρατηρούνται ευρέος φάσματος διαφοροποιήσεις κατά την επιβολή ποινών για το ίδιο έγκλημα σε κατηγορούμενους με παρόμοια χαρακτηριστικά, ανάλογα με τις αντιλήψεις ή την εκάστοτε προσωπική διάθεση του δικάζοντος δικαστή; Είναι αποδεκτό στις εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο ίδιες απαντήσεις των εξεταζόμενων φοιτητών να οδηγούν σε αποκλίνουσες βαθμολογίες, ανάλογα με τις αντιλήψεις ή την τυχαία προσωπική διάθεση του εκάστοτε διορθωτή; Μήπως θα πρέπει να τίθενται κάποιοι αυστηροί κανόνες για τη λήψη τέτοιων αποφάσεων, που να εξαλείφουν τη διακριτική ευχέρεια και να εξασφαλίζουν ομοιογένεια στις σχετικές κρίσεις; Μήπως, αντιθέτως, είναι επιθυμητή μία τέτοια συστημική ανομοιογένεια; Μήπως εξασφαλίζει δικαιοσύνη στην ατομικά κρινόμενη περίπτωση;
Στο βιβλίο τους «Θόρυβος – Ένα ελάττωμα της ανθρώπινης κρίσης», οι D.Kahmeman (καθηγητής ψυχολογίας, νομπελίστας οικονομικών επιστημών), O.Sibony (καθηγητής στρατηγικής) και C.Sunstein (ο διασημότερος ίσως αυτή τη στιγμή καθηγητής νομικής παγκοσμίως) επιχειρούν μία συστηματική προσέγγιση της παραπάνω προβληματικής. Στο επίκεντρο της ανάλυσής τους θέτουν την έννοια του «θορύβου», τον οποίο και εκλαμβάνουν ως την ανεπιθύμητη μεταβλητότητα που εμφανίζεται σε συστήματα λήψης αποφάσεων εξαιτίας παρεμβολής ανθρώπινης κρίσεως – στο πλαίσιο είτε δημόσιων είτε ιδιωτικών οργανισμών. Ο προβληματισμός τους εκκινεί πράγματι από ερωτήματα όπως τα προαναφερθέντα. Διερωτώνται πώς είναι δυνατόν διαφορετικοί δικαστές να καταλήγουν στην επιβολή διαφορετικών ποινών για παρόμοια εγκλήματα ή, αντιστοίχως, διαφορετικοί εργοδότες να καταλήγουν σε διαφορετικές κρίσεις σε σχέση με συνεντευξιαζόμενα πρόσωπα με παρόμοια χαρακτηριστικά; Δεν παράγονται έτσι άδικα, μη ανεκτά αποτελέσματα; Οι συγγραφείς θεωρούν πως ναι. Και, έτι περαιτέρω, υπογραμμίζουν ότι ο παραγόμενος γύρω μας θόρυβος είναι πολύ περισσότερος απ’ ό,τι πιστεύουμε.
Ο «αόρατος εχθρός»
Στην ουσία, ο θόρυβος είναι ένας «αόρατος εχθρός», που προκαλεί εκτεταμένες αδικίες και επιθέτει υψηλό οικονομικό κόστος στις κοινωνίες. Οι συγγραφείς ναι μεν δεν αρνούνται την ανάγκη ύπαρξης κάποιας διακριτικής ευχέρειας στα εκάστοτε αποφασίζοντα όργανα, η οποία και μπορεί να εξασφαλίζει την, συν τω χρόνω, εξελιξιμότητα των κριτηρίων λήψης μιας απόφασης (π.χ. λόγω μεταβολής των ηθικών αξιολογήσεων), μία δίκαιη κρίση στην ατομική περίπτωση, περαιτέρω δε τον πλουραλισμό των θεάσεων. Ωστόσο, θεωρούν ότι οπωσδήποτε, από ένα σημείο και μετά, ο θόρυβος δεν είναι ανεκτός. Εκεί χρειάζεται πλέον κεντρική παρέμβαση με τη θέσπιση ενιαίων αυστηρών κανόνων κρίσεως, που θα αφαιρούν τη διακριτική ευχέρεια από το αποφασίζον όργανο και, έτσι, θα εξοβελίζουν το στοιχείο της τυχαιότητας ως προς το πρόσωπο του εκάστοτε κρίνοντος, ή με τη θέσπιση κατευθυντήριων οδηγιών ή προτύπων συμπεριφοράς, που περιορίζουν κάπως τη διακριτική ευχέρεια. Ή, περαιτέρω, με τη μετάθεση της λήψης κάποιων αποφάσεων σε αυτοματοποιημένα συστήματα αλγορίθμων – ως γνωστόν, διεθνώς διερευνώνται ήδη οι δυνατότητες έκδοσης δικαστικών αποφάσεων με τη βοήθεια προγραμμάτων τεχνητής νοημοσύνης.
Αναζητώντας την ισότητα
Στην πραγματικότητα, οι συγγραφείς ανατέμνουν μία παλαιότερη γνωστή προβληματική: σε συστήματα λήψης αποφάσεων, όπου τα αποφασίζοντα όργανα διαθέτουν διακριτική ευχέρεια (όπως λ.χ. οι ποινικοί δικαστές κατά την επιβολή της ποινής, οι επιτροπές ασύλου κατά την εξέταση μιας αίτησης, κοκ), είναι εγγενής ο κίνδυνος της ανόμοιας μεταχείρισης ουσιωδώς όμοιων περιπτώσεων και, έτσι, παραβίασης της θεμελιώδους αρχής της ισότητας. Ένα ενιαίο μέτρο κρίσεως σε παρόμοιες υποθέσεις περιορίζει τις συστημικές αδικίες, προσφέρει προβλεψιμότητα κρίσεων και, εν τέλει, περιφρουρεί την ασφάλεια δικαίου, που αποτελεί ύψιστο διακύβευμα σε μία δικαιοκρατούμενη πολιτεία. Από την άλλη πλευρά, όμως, η διακριτική ευχέρεια ικανοποιεί το –αριστοτελικό– αίτημα για εξατομικευτική δικαιοσύνη, για επιεική κρίση στην ατομικά κρινόμενη περίπτωση, με βάση τις ιδιάζουσες περιστάσεις αυτής. Και πάλι, ωστόσο, αντιτείνεται εδώ ο κίνδυνος του υποκειμενισμού και της αυθαιρεσίας, της επικράτησης μιας «δικαιοσύνης του καδή» (βλ. M.Weber). Τον κίνδυνο αυτόν γνωρίζουμε πολύ καλά ιδίως όσοι ασχολούμαστε με το δίκαιο: ελλοχεύει συχνά λ.χ. όταν εφαρμόζουμε αόριστες νομικές έννοιες, όπως η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, κοκ. Γι’ αυτό και σε τέτοιες περιπτώσεις αναγόμαστε σε δοκιμασμένα κριτήρια εξειδίκευσης ή σε μία τυπική περιπτωσιολογία – ακριβώς, δηλαδή, για να αποφύγουμε, στο μέτρο του δυνατού, την αυθαιρεσία ή τις διαισθητικές κρίσεις. Η άσκηση ισορροπίας, πάντως, μεταξύ των προταγμάτων αφενός της ίσης μεταχείρισης και της ασφάλειας δικαίου και αφετέρου της επιείκειας μόνον εύκολη υπόθεση δεν είναι για όσους σχεδιάζουν δημόσιες πολιτικές.
Την εγγενή δυσκολία του εγχειρήματος αυτού δεν παραγνωρίζουν οι συγγραφείς του «Θορύβου». Εν γένει, στο βιβλίο τους αναδεικνύουν συχνά τον λόγο και τον αντίλογο, τα συν και τα πλην της θεώρησής τους. Η δε αφήγησή τους είναι συναρπαστική, άμεση και συνοδεύεται από πλήθος παραδειγμάτων. Το τελευταίο χαρακτηριστικό, μολονότι συνηθισμένο σε τέτοιου είδους βιβλία που απευθύνονται στο ευρύ αναγνωστικό κοινό, ίσως προσθέτει μεν περισσότερο πληροφοριακό υλικό απ’ ό,τι είναι αναγκαίο, κρατά όμως αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Δίχως αμφιβολία, η έκδοση αυτού του βιβλίου στη χώρα μας –σχεδόν ταυτόχρονα με την παγκόσμια κυκλοφορία του– συνιστά ένα σημαντικό εκδοτικό γεγονός. Οι συγγραφείς είναι διεθνώς καταξιωμένοι επιστήμονες, με μεγάλη απήχηση και πέρα από τα όρια του επιστητού τους. Η ελληνική έκδοση έτυχε εξαιρετικής μετάφρασης και επιμέλειας από τους Αθ.Αναγνωστόπουλο, Φιλ.Κουϊμτζή-Φιλαρέτου και Αλ.Μάμαλη (την ψυχή των εκδ. Κάτοπτρο): οι αναγνώστες θα εκτιμήσουν ιδιαίτερα τη διατήρηση της αμεσότητας του πρωτότυπου αμερικανικού κειμένου, την ακρίβεια στην έκφραση και την εισαγωγή ορισμένων δόκιμων γλωσσικών νεολογισμών (νυγμός, απομεροληψία, κ.ά), με τους οποίους αποφεύγεται μια περιγραφική κι άνευρη απόδοση καθιερωμένων ξένων όρων, συγχρόνως δε εμπλουτίζεται η ελληνική γλώσσα.
Ασφαλώς, απέναντι στο έλεος που ζητεί η Πόρσια στον Έμπορο της Βενετίας δεν υπάρχει εύκολος αντίλογος, καθώς το έλεος «…στάζει σαν την γλυκιά βροχή απ’ τον ουρανό» και «η γήινη εξουσία μοιάζει πιο πολύ με θεία / όταν το έλεος συνοδεύει τη δικαιοσύνη». Απ’ τον ίδιον όμως ουρανό στάζει και το αίτημα για ίση μεταχείριση και ίσο μέτρο κρίσεως, ήτοι για μείωση του θορύβου που περιγράφουν οι Kahmeman/Sibony/Sunstein.
[Δημοσιεύτηκε στο Βήμα της Κυριακής 5.12.21]