Στ. Ζουμπουλάκης, Στ’ αμπέλια (εκδ. Πόλις, 2018)

Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης δεν χρειάζεται ασφαλώς συστάσεις. Κατά τη γνώμη μου, ανήκει στους κορυφαίους, αυτή τη στιγμή, διανοητές της χώρας. Λόγος πάντοτε καίριος, με γωνίες κι αγωνίες, με ευαισθησία και διάθεση αναστοχαστική.

Με το τελευταίο του ολιγοσέλιδο βιβλίο μάς ταξιδεύει στα παιδικά του χρόνια και στην πατρογονική γη, τη Συκιά της Λακωνίας. Μ’ ένα συγγραφικό ύφος διαφορετικό ίσως από εκείνο που μας είχε συνηθίσει ως τα τώρα – μάλλον προσαρμοσμένο στην τραχύτητα του τόπου και της εποχής που αποτελούν σημεία αναφοράς του.

Έχουν ήδη (τόσο νωρίς) γραφεί πολλά για το βιβλίο. Απόδειξη της υψηλής του αξίας είναι ότι, καίτοι σύντομο, μπορεί να φωτιστεί από διάφορες σκοπιές.


Από πλευράς μου, θέλω εδώ να αναδείξω μόνον μία πτυχή: ο Ζουμπουλάκης αφήνεται μεν να νοσταλγήσει εκείνα τα χρόνια που περιγράφει (δεκαετίες του ’50 και του ’60), αλλά συγχρόνως αποφεύγει την εξιδανίκευση και, πολύ περισσότερο, τονίζει πόσο δύσκολα, τραχιά και σκληρά ήταν τα χρόνια αυτά, εκεί στο χωριό.

Συχνά επικρατεί μία αναπόληση των «παλιών όμορφων καιρών» της ελληνικής υπαίθρου, ίσως κι επειδή φτιάξαμε τόσο άσχημα αστικά κέντρα – δείγμα ανεξίτηλο του σύγχρονου, νεοελληνικού πολιτιστικού αισθητηρίου μας. Η εύλογη αυτή αναπόληση (περισσότερο μάλλον ονειροπόληση) μάς κάνει συχνά, όμως, να λησμονούμε τις δυσκολίες, τη φτώχεια, την καταπίεση, τις αδικίες που συνόδευαν τη ζωή στην ελληνική ύπαιθρο, ιδίως τις πρώτες δεκαετίες μετά τον Β’ ΠΠ αλλά και τον εμφύλιο.

Ο Ζουμπουλάκης, ωστόσο, ούτε ξεχνά ούτε εξιδανικεύει, όσο κι αν αγαπά την ιδιαίτερη πατρίδα του. Γιατί είναι ένας βαθιά δίκαιος άνθρωπος, ταγμένος με το δίκαιο των πενήτων, των αδυνάτων, των καταφρονεμένων, των αδικημένων. Γράφει για τις ρίζες του με αγάπη, αλλά και δικαιοσύνη.

Όπως στους «Ελαφροΐσκιωτους» ο Παπαδιαμάντης, έτσι και εδώ ο Ζουμπουλάκης δεν εξωραΐζει τον κόσμο του ελληνικού χωριού. Έχοντας, μεταξύ άλλων, αποθησαυρίσει μέσα του «πολλή ύλη λαϊκής θρησκευτικότητας», ξέρει για ποιο πράγμα μιλάει (σ. 45 επ.): «Αθηναίοι θεολόγοι της δεκαετίας του 1960, που είχαν ανατραφεί μέσα στις ευσεβιστικές οργανώσεις, εξωράισαν αφελώς, ως αντίδραση σε αυτό που είχαν ζήσει, τη λαϊκή ευλάβεια» (σ. 46). Εδώ δεν λείπει και ο ψόγος περί υποκρισίας. Πολλοί, άλλωστε, έχουν μέσα στο πέρασμα των αιώνων «εμπορευθεί τον Χριστό» (πρβλ. σ. 67) δι’ ίδιον όφελος. Κι ο ψόγος εδώ αφορά εν γένει –πέραν της κατ’ επίφασιν θρησκευτικής ευλάβειας– συμπεριφορές υποκρισίας αλλά και προφανούς κακότητας μέσα στον ελληνικό μικρόκοσμο και τους κόλπους της (αγιοποιημένης) ελληνικής οικογένειας – ζητήματα, βέβαια, που έχουν θίξει κατά το παρελθόν και άλλοι συγγραφείς, όπως λ.χ. ο Πάνος Καρνέζης με το εξαιρετικό βιβλίο του «Little Infamies» (2002).

Ο Ζουμπουλάκης δεν γράφει όμως μόνον για τους πένητες της εποχής εκείνης, αλλά και για τους πλάνητες. Πρώτα για τους εσωτερικούς μετανάστες, σαν την οικογένειά του που ήρθε να εγκατασταθεί στην Αθήνα, στα Κουπόνια (σημερινά Άνω Ιλίσια), με τις κότες τους: «Στήσαμε το κοτέτσι στην αυλή του σπιτιού, σαν το πιο αυτονόητο πράγμα του κόσμου» (σ. 12). Η περιγραφή σ’ αυτές τις γραμμές, αλλά και αλλού, θυμίζει ίσως «Τα σταφύλια της οργής» του Στάινμπεκ: καραβάνια ανθρώπων, με χαλύβδινη θέληση και αλύγιστη αξιοπρέπεια, πορεύονται προς αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης, ενός καλύτερου κόσμου, από τα Κουπόνια μέχρι τους πορτοκαλεώνες της Καλιφόρνιας. Συγκλονιστική είναι ασφαλώς η αναφορά στη μετανάστευση σε Καναδά και Αυστραλία· το χωριό δεν πρόσφερε ευκαιρίες, η ξενιτιά ήταν μονόδρομος. Το σώμα βέβαια φεύγει, η καρδιά όμως δεν ξεριζώνεται, μένει πίσω· και ο πόνος της νοσταλγίας νιώθεται διαρκώς εκεί στα μακρινά μέρη, κι αποτυπώνεται στα γράμματα προς τους συγγενείς: «Θυμάμαι γράμματα που είχαν πάνω τους κατακόκκινα φιλιά, έβαζε κραγιόν η κόρη και φιλούσε το χαρτί σε διάφορα σημεία» (σ. 81). Για τους περισσότερους το νόστιμον ήμαρ δεν θα έρθει ποτέ – ή θα έρθει κάποια στιγμή αλλά θα είναι τότε πολύ αργά, η ζωή θα έχει πια περάσει.

Η μετανάστευση, η φυγή από το χωριό ήταν όμως πράγματι μία αναγκαιότητα. Τα συνομήλικα του συγγραφέα παιδιά της Συκιάς «[δ]ούλευαν όλα τους πολύ σκληρά. Οι πιο φτωχές οικογένειες στέλνανε το καλοκαίρι τα παιδιά τους κοπέλια σε άλλα καλύβια, να ξενοδουλεύουν στις συκιές, με μόνη αμοιβή ένα πιάτο φαΐ –γλίτωναν επομένως από ένα στόμα– κι ένα ζευγάρι παπούτσια στο τέλος του καλοκαιριού. Ήταν πολύ φυσικό επομένως […] να θέλουν να φύγουν και να λυτρωθούν από τη φτώχεια και τα επακόλουθά της» σ. 54). Και γενικότερα: «Ο κόσμος του χωριού ήταν ένας κόσμος μεγάλης φτώχειας. […] Φτώχεια και μόχθος ήταν τα κύρια γνωρίσματα αυτού του κόσμου. Δουλειά από νύχτα σε νύχτα, ολοχρονίς» (σ. 73). «Αυτοί οι φτωχοί και εργατικοί άνθρωποι ήταν εντελώς απροστάτευτοι στις αρρώστιες. Μια απλή αρρώστια μπορούσε να τους στείλει στον άλλο κόσμο. Δεν υπήρχε σπίτι που να μην είχε χάσει δυο τρία παιδιά στη γέννα, στη βρεφική και παιδική ηλικία. […] Ο θάνατος των μικρών ήταν κάτι φυσικό… […] Χωρίς υπερβολή, όπως ήταν αναμενόμενο να μη ζουν όλα τα κατσίκια μιας γίδας, έτσι και τα παιδιά μιας γυναίκας» (σ. 76-77). Και το συνταρακτικότερο ίσως αποτύπωμα της φτώχειας, δοσμένο από τον συγγραφέα με απόλυτο ρεαλισμό: «Τα σημάδια της φτώχειας αλλάζουν από εποχή σε εποχή και από κοινωνία σε κοινωνία. Για τα χρόνια που γράφω, το σημάδι ήταν αυτό: οι άνθρωποι [σσ. ιδίως οι ηλικιωμένοι] δεν είχαν δόντια» (σ. 77).

Δεν θα παραθέσω όμως άλλα αποσπάσματα. Το κρεσέντο των τελευταίων σελίδων του βιβλίου είναι αριστούργημα. Αξίζει, ίσως, μόνο γι’ αυτό να διαβάσει κανείς αυτό το υπέροχο βιβλίο. Που δεν είναι, εν τέλει, αυτοβιογραφικό, αλλά ένα βιβλίο συλλογικής αυτοσυνειδησίας, αναφορικά με τη σχέση όλων μας με τα πάτρια, τη γη, τους ανθρώπους τους, την αδικία, αλλά κυρίως την αγάπη που φυτρώνει ακόμη κι ανάμεσα στις άγριες πέτρες της λακωνικής γης. Και για αυτούς τους λόγους νομίζω ότι τελικά ο συγγραφέας θα καταφέρει να επικοινωνήσει ψυχικά και με τους άλλους αγεφύρωτους κόσμους που περιγράφει. Γιατί η αγάπη επιστρέφει πάντα πιο δυνατή, ακόμη κι όταν απωθείται βίαια από τις ζώες των ανθρώπων, κυρίως φιλοχρηματίας ένεκεν.

Τελευταίο μα εξίσου σημαντικό, αξίζουν θερμά συγχαρητήρια, για ακόμη μία φορά, στις εκδόσεις Πόλις και προσωπικά στον Νίκο Γκιώνη, που δείχνουν και μ’ αυτήν την εξαιρετικά καλαίσθητη έκδοση πόσο τιμούν την καλή ελληνική γραφή. 

*Δημοσιεύθηκε στο The Books’ Journal, τ. 92, Νοέμβριος 2018, σ. 76-77.