Παναγή Παναγιωτόπουλου, Περιπέτειες της μεσαίας τάξης – Κοινωνιολογικές καταγραφές στην Ελλάδα της ύστερης Μεταπολίτευσης, εκδ. Επίκεντρο, 2021.
Το βιβλίο του αναπλ. καθηγητή κοινωνιολογίας Παναγή Παναγιωτόπουλου δεν περιγράφει μόνον τις περιπέτειες της περιώνυμης «μεσαίας τάξης» στη μεταπολεμική και μεταπολιτευτική Ελλάδα. Προσφέρει, συνάμα, μία σε βάθος κοινωνιολογική θεώρηση της πορείας της ελληνικής κοινωνίας κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Από τα αδιέξοδα και τις διαιρέσεις της μέχρι τα σημεία προόδου που έχει αυτή να επιδείξει μέσα στη διαδρομή των δεκαετιών.
Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο προσεκτικά, αντιλαμβάνεται ότι η εξέταση της μεσαίας τάξης χρησιμοποιείται από τον συγγραφέα ως occasio για μία βαθύτερη ανάλυση του πρόσφατου ελληνικού κοινωνικο-πολιτικού γίγνεσθαι. Εξάλλου, όπως ο ίδιος ομολογεί, σκοπός του ήταν η μελέτη του «κορμού» της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Στο πλαίσιο αυτό, η μεσαία τάξη αντικρίζεται «ως πρωταγωνιστής του ελληνικού κοινωνικού συμβολαίου της Μεταπολίτευσης, τόπος συνάντησης του ατομικισμού με τον κρατισμό» (σ. 24). Παράλληλα, ωστόσο, ο συγγραφέας δεν περιορίζεται μόνον στην ελληνική πραγματικότητα, αλλά εξερευνά και τη διεθνή διάσταση της μεσαίας τάξης και τις περιπέτειές της στον δυτικό κόσμο, εισάγοντας τον σχετικό διεθνή επιστημονικό διάλογο στα εγχώρια.
Το βιβλίο διαρθρώνεται σε πέντε εκτενή κεφάλαια, με κεντρικό άξονα τη μελέτη της μεσαίας τάξης από διάφορες οπτικές. Μεταξύ άλλων, περιγράφεται η πολιτισμική, συμπεριφορική και κοινωνική σύσταση της μεσαίας τάξης και οι διαδρομές της μέσα στις τελευταίες δεκαετίες. Αναδεικνύονται με ενάργεια τα βασικά πολιτισμικά-κοινωνικά γνωρίσματα της ελληνικής μεσαίας τάξης, ο ρόλος της πριν και μετά τη Μεταπολίτευση, καθώς και κατά την παρατεταμένη περίοδο της ελληνικής χρεοκοπίας. Κύτταρο δε της μεσαίας τάξης θεωρείται, και μάλλον δικαίως, η ελληνική οικογένεια· κάτω από έναν κοινωνιολογικό μεγεθυντικό φακό φωτίζονται, μεταξύ άλλων, ο τρόπος λειτουργίας της ελληνικής οικογένειας, οι επιτυχίες και οι αποτυχίες της, πρωτίστως η συμβολή της στην παραγωγή της «εύρωστης μεσαίας τάξης της εποχής μας». Η μικροσκοπική αυτή θέαση επιτρέπει στον συγγραφέα να διεισδύσει στον πυρήνα της ζωής των μεσαίων ελληνικών στρωμάτων, εστιάζοντας ειδικότερα στην οικογένεια «ως θεσμό που υλοποιεί το κοινωνικό συμβόλαιο της μεταπολίτευσης και διαμεσολαβεί τη σχέση του ατόμου με το κράτος» (σ. 25).
Στο τέταρτο και ιδιαίτερα ενδιαφέρον κεφάλαιο του βιβλίου, ο συγγραφέας επικεντρώνει την προσοχή του στην εξέλιξη της ελληνικής μεσαίας τάξης μέσα στην πολυετή δημοσιονομική κρίση. Κυριαρχούν εδώ τα εννοιολογικά σχήματα της ανασφάλειας και της ταυτότητας. Ανάμεσα σε διάφορες κοινωνικές ταυτοτικές διαιρέσεις που ιχνηλατεί ο συγγραφέας, μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει εκείνη ηδυναμική που χωρίζει τις πολιτισμικές ελίτ του «παγκοσμιοποιημένου κόσμου» από τη μία και εκείνους που νιώθουν εγκλωβισμένοι στην εθνική και ενίοτε τοπική επικράτεια και τον πολιτισμό της από την άλλη. Ως γνωστόν, στην κοινωνική αυτή διαίρεση αποδίδονται πλέον ευρέως, σε σημαντικό βαθμό, τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος για το Brexit ή η εκλογική επικράτηση Τραμπ στις ΗΠΑ το 2016. Σε διεθνές μάλιστα επίπεδο, ο σχετικός προβληματισμός μοιάζει πλέον ολοένα και να εντείνεται (βλ. λ.χ. το πρόσφατο βιβλίο του καθηγητή του Χάρβαρντ Michael Sandel «The Tyranny of Merit»), αν και η σημασία της εν λόγω κοινωνικής διαίρεσης στα εκλογικά αποτελέσματα (που από τη φύση τους δεν επιδέχονται μονοαιτιώδεις εξηγήσεις) μπορεί και να υπερεκτιμάται.
Στο πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο ο συγγραφέαςστρέφει πλέον την προσοχή του στον τρόπο με τον οποίον αναπτύσσεται η θεματολογία των κοινωνικών επιστημών στην Ελλάδα της ύστερης Μεταπολίτευσης, διαπιστώνοντας ότι το «κοινωνιολογικό κέντρο», δηλαδή η μελέτη των μεσαίων στρωμάτων, υπο-αντιπροσωπεύεται στον ερευνητικό ιστό. Και το ερευνητικό αυτό κενό έρχεται να καλύψει η δική του συμβολή.
Βεβαίως, παρά τις σχετικές εκτενείς αναπτύξεις, ο συγγραφέας τελεί σε πλήρη επίγνωση του ρευστού περιεχομένου του όρου «μεσαία τάξη», καθώς επίσης και του γεγονότος ότι η χρήση του και ο εγγύτερος εννοιολογικός του προσδιορισμός δεν χαρακτηρίζονται πάντοτε από ιδεολογικο-πολιτική ουδετερότητα, ενίοτε δηλαδή υπηρετούν πολιτικές σκοπιμότητες.
Ποια είναι όμως εν τέλει, κατά τον συγγραφέα, η μεσαία τάξη της επονομαζόμενης «ύστερης Μεταπολίτευσης»; Έχει ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε εδώ το αφήγημά του, καθώς κάποιες περιγραφές θα μας φανούν εξαιρετικά οικείες: «Η ελληνική μεσαία τάξη της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα ήταν εκείνη της ποπ χλιδής, της καταναλωτικής φιληδονίας και εντέλει ενός ατομικιστικού ριζοσπαστισμού. Ως τέτοια έφερνε τον ίδιο της τον εαυτό στα όρια της αναπαραγωγής του, και χωρίς να το αντιλαμβάνεται, εξετίθετο σε κίνδυνους θανάσιμους για την υπόστασή της – τους οποίους εντέλει δεν απέφυγε. Ογκώδης και κοινωνικά κυρίαρχη, καίτοι ακατανόμαστη, αυτή η μορφή της μεσαίας τάξης, όπως υπερ-αναπτύχθηκε και διογκώθηκε από τον κρατικό δανεισμό, υπήρξε στην τριακονταετή και πλέον της πορεία, από το 1974, ένα σύμπαν ευρύχωρο και πλουραλιστικό. Ήταν στο εσωτερικό της που ανθούσαν οι ποικιλίες της ατομικής ταυτότητας και του προσωπικού στυλ της δεκαετίας του ’80, μέσα της εκδιπλωνόντουσαν αντιφατικές βιογραφίες […]. Αυτή η ελεγχόμενη διαφοροποίηση επί τη βάσει τόσο κοινωνικών έξεων όσο και ατομικών επιλογών θα χανόταν απότομα για να αντικατασταθεί από τις εντονότερες ταξικές διαιρέσεις που έφερε η χρεοκοπία του 2010» (σ. 108). Ίσως στις γραμμές αυτές θα μπορούσε να διακρίνει κανείς ένα αδιόρατο νήμα να συνδέει τη σκέψη του Π. Παναγιωτόπουλου με τις προειδοποιήσεις που απηύθυνε εγκαίρως, προ πολλών δεκαετιών, ο Π. Κονδύλης στο γνωστό του Επίμετρο. Υπενθυμίζεται ότι ήδη το 1992 ο Κονδύλης προέβλεπε με ακρίβεια τις συνέπειες που θα είχε για τη χώρα μας ο υπέρογκος κρατικός δανεισμός σε συνδυασμό με τον απερίσκεπτο «παρασιτικό» καταναλωτισμό μας: μιλούσε, συγκεκριμένα, για «αυστηρή δίαιτα εξυγίανσης», «επαναφορά του βιοτικού επιπέδου στο ύψος των πραγματικών δυνατοτήτων της οικονομίας», κ.ά. (Π. Κονδύλης, Επίμετρο στην «Πλανητική πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο»).
Στην ελληνική βιβλιογραφία φαίνεται ότι βρίσκει κανείς ήδη κάποιες ερευνητικές προσπάθειες για την εννοιολόγηση και τον κοινωνιολογικό προσδιορισμό της μεσαίας τάξηςꞏ τη σημασία, εξάλλου, των προσπαθειών αυτών στην εξέλιξη της σχετικής επιστημονικής συζήτησης αναδεικνύει και ο ίδιος συγγραφέας. Το μεγάλο όμως πλεονέκτημα που προσφέρει η δική του συμβολή είναι η ολιστική κοινωνιολογική-πολιτική θεώρηση του φαινομένου, η οποία συνοδεύεται από μία εντυπωσιακή σε όγκο και σε βάθος βιβλιογραφική τεκμηρίωση. Στα αδιαμφισβήτητα προσόντα του βιβλίου συγκαταλέγεται και το εξαιρετικά γλαφυρό και διεισδυτικό ύφος γραφής του Π. Παναγιωτόπουλου: γενικά, ως κοινωνικός παρατηρητής έχει το χάρισμα να αποτυπώνει καίρια εικόνες ή σκέψεις που πολλοί ίσως έχουμε σκεφτεί ή συλλάβει, αλλά δυσκολευόμαστε να αποδώσουμε με τέτοια ακρίβεια και γλαφυρότητα.
[Δημοσιεύητκ στο Βήμα της 23.5.2021]