Η διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης έφθασε πλέον στο τέλος της. Πρόκειται για μία ακόμη συνταγματική αναθεώρηση που ξεκίνησε με υψηλές προσδοκίες και μεγαλεπήβολες διακηρύξεις (κυρίως από πλευράς της προηγούμενης κυβερνητικής πλειοψηφίας), για να προσγειωθεί όμως και αυτή στο σκληρό έδαφος της πολιτικής πραγματικότητας.
Το ζήτημα της διευκόλυνσης της ψήφου των Ελλήνων εκλογέων εκτός επικρατείας ορθώς έχει ιεραρχηθεί ψηλά από την κυβέρνηση. Είναι ένα ζήτημα δικαιοσύνης και ισοτιμίας, το οποίο αφορά εκατοντάδες χιλιάδες συμπολίτες μας που ζουν στην αλλοδαπή. Εμφανίζει, ωστόσο, ιδιαίτερες δυσχέρειες: αφενός μεν σύμφωνα με το άρ. 51 παρ. 4 Σ. ο σχετικός εκτελεστικός νόμος πρέπει να ψηφιστεί με αυξημένη πλειοψηφία 200 βουλευτών
Ας ξεκινήσουμε με ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: Τα ηνία μιας μεγάλης οικογενειακής επιχείρησης κρατάει επί δεκαετίες ο ιδρυτής της και «πατριάρχης» της οικογένειας. Έφτασε όμως πλέον η στιγμή που θα πρέπει να προετοιμάσει την επόμενη ημέρα για την επιχείρηση. Έχει δύο παιδιά: Ο μεν γιος του δεν διαθέτει την ικανότητα να αναλάβει τα ηνία, καθώς διάγει βίο τρυφηλό. Η κόρη του, αντιθέτως, διαθέτει τις κατάλληλες αρετές, ασχολείται δε εδώ και καιρό με την επιχείρηση.
Στην καθιερωμένη συνέντευξη τύπου της ΔΕΘ, ο Πρωθυπουργός αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στα του εκλογικού νόμου. Για πρώτη φορά αποσυνέδεσε ανοιχτά τον εκλογικό νόμο από τη Συνταγματική Αναθεώρηση. Δήλωσε, μάλιστα, ότι, αν δεν αλλάξει ο εκλογικός νόμος με 200 βουλευτές, τότε το 2023 η χώρα θα οδηγηθεί σε διπλές εκλογές – προφανώς πρώτα με τη νυν ισχύουσα απλή αναλογική και, εν συνεχεία, με τον νέο εκλογικό νόμο που θα έχει ψηφιστεί (τουλάχιστον) από τη ΝΔ.
Σύμφωνα με την παραδοσιακή διδασκαλία του John Stuart Mill, οι κρατικές επεμβάσεις στην ατομική ελευθερία είναι δικαιολογημένες μόνον όταν με αυτές εμποδίζεται η βλάβη τρίτων προσώπων – πρόκειται, εδώ, για την περίφημη αρχή της βλάβης (harm principle). Έτσι, σε μία ανοιχτή, φιλελεύθερη κοινωνία το άτομο είναι κατ’ αρχήν ελεύθερο να προβαίνει σε πράξεις αυτοβλάβης ή αυτοδιακινδύνευσης, ενώ περιορισμοί επιβάλλονται όταν οι πράξεις του βλάπτουν (και όχι απλώς ενοχλούν) τρίτα πρόσωπα ή, ευρύτερα, την ολότητα.
Στο νέο κοινοβουλευτικό τοπίο που έχει διαμορφωθεί μετά τις εκλογές της 7ης Ιουλίου φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, ότι κρίσιμος είναι ο αριθμός των 180 βουλευτών, που αθροίζουν ΝΔ (158) και ΚΙΝΑΛ (22). Θεωρητικά, ο αριθμός αυτός μπορεί να επιτρέψει (α) τη συναινετική εκλογή νέου ΠτΔ με βάση το ισχύον Σύνταγμα και έτσι την αποφυγή πρόωρης προσφυγής στην κάλπη με σύστημα απλής αναλογικής
Στις εκλογές της 7ης Ιουλίου, οι πρώην Πρωθυπουργοί Κ.Καραμανλής, Γ.Παπανδρέου και Α.Σαμαράς εξελέγησαν βουλευτές Α’ Θεσσαλονίκης, Αχαΐας και Μεσσηνίας αντιστοίχως. Η εκλογή τους βασίστηκε στο άρ. 72 παρ. 8 του π.δ. 26/2012 περί εκλογής βουλευτών, που ορίζει ότι «όσοι έχουν διατελέσει πρωθυπουργοί σε κυβέρνηση που έτυχε ψήφου εμπιστοσύνης της Βουλής και έχουν εκλεγεί βουλευτές […] θεωρούνται ότι λαμβάνουν σταυρούς προτίμησης το σύνολο των εγκύρων ψηφοδελτίων του συνδυασμού στο ψηφοδέλτιο του οποίου συμπεριλαμβάνονται».
Σύμφωνα με το άρ. 54 παρ. 1 Σ., «[τ]ο εκλογικό σύστημα και οι εκλογικές περιφέρειες ορίζονται με νόμο που ισχύει από τις μεθεπόμενες εκλογές, εκτός και αν προβλέπεται η ισχύς του άμεσα από τις επόμενες εκλογές με ρητή διάταξη που ψηφίζεται με την πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών».
Στις σύγχρονες δημοκρατίες η κυβερνητική σταθερότητα θεωρείται, και ορθώς, βασική προϋπόθεση για την κοινωνική πρόοδο, την οικονομική ανάπτυξη και την ευημερία. Επιτρέπει σε έναν κυβερνητικό σχηματισμό να εφαρμόσει το πρόγραμμά του και στο τέλος της τετραετίας να κριθεί για τα πεπραγμένα του από το εκλογικό σώμα. Προσφέρει δε, μεταξύ άλλων, ασφάλεια προσανατολισμού σε εγχώριους και διεθνείς επενδυτές.
Ως γνωστόν, στις 25 Μαΐου 2014 διεξάγονται ευρωεκλογές και ο ΣΥΡΙΖΑ έρχεται πρώτο κόμμα με διαφορά 3,8 μονάδων από τη ΝΔ. Την επόμενη ημέρα, ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Α.Τσίπρας, μεταβαίνει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (ΠτΔ) και ζητεί την προκήρυξη πρόωρων εθνικών εκλογών. Βασικό του επιχείρημα ήταν η «μεγάλη δυσαρμονία» ανάμεσα στη βούληση του λαϊκού σώματος και τους τότε συσχετισμούς στη Βουλή.