Η χώρα δοκιμάστηκε σοβαρά τα τελευταία τέσσερα έτη, ιδίως σε θεσμικό επίπεδο. Η στιγμή της απόλυτης δοκιμασίας ήταν το δημοψήφισμα που προκάλεσε η κυβερνητική πλειοψηφία, προκειμένου να καλύψει την καταστροφική κατάληξη της «περήφανης διαπραγμάτευσης» του α’ εξαμήνου του 2015. Ένα δημοψήφισμα που διεξήχθη υπό όρους αμφίβολης συνταγματικής νομιμότητας: μέσα σε μία μόλις εβδομάδα και με ελάχιστα περιθώρια ουσιαστικής πληροφόρησης των πολιτών, οι τελευταίοι κλήθηκαν να πάρουν θέση επί ενός νεφελώδους ερωτήματος
Σε λίγες εβδομάδες η χώρα μας εισέρχεται σε μία περίοδο αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων. Οι πολίτες θα κληθούν, ύστερα από χρόνια, να διαμορφώσουν εκ νέου το πολιτικό σκηνικό.
Πολλά έχουν λεχθεί για τη μακροημέρευση της παρούσας κυβέρνησης, έχει ωστόσο λησμονηθεί μία κρίσιμη «τεχνική» παράμετρος: η σημερινή κυβερνητική πλειοψηφία, όπως προέκυψε μετά τις δύο αναμετρήσεις του 2015, είχε μπροστά της μία εν πολλοίς «καθαρή» τετραετία, χωρίς να παρεμβάλλονται ευρωεκλογές, αυτοδιοικητικές εκλογές και κυρίως εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας
Το δράμα συνεχίσθηκε και αυτή την εβδομάδα στο βρετανικό κοινοβούλιο. Κάθε πρόβλεψη παραμένει ακόμη επισφαλής, ενώ το ενδεχόμενο κάποιου ατυχήματος δεν μπορεί να αποκλεισθεί. Φαίνεται ότι ο Μπόρις Τζόνσον, από τους βασικούς υποστηρικτές του Brexit, ήδη τον Νοέμβριο του 2016 είχε ορθά διαβλέψει ότι το Brexit επρόκειτο να είναι «titanic success», με την έννοια όμως όχι της «τιτάνιας επιτυχίας» αλλά της «επιτυχίας του Τιτανικού»…
Το παράδειγμα είναι μεν σχολικό αλλά διδακτικό: Η Δήμητρα έχει δύο εισιτήρια για τη συναυλία ενός αγαπημένου της συγκροτήματος. Tο συγκρότημα αρέσει εξίσου στον μικρότερο αδερφό της Γιάννη, γι’ αυτό και η Δήμητρα του υπόσχεται ότι θα πάνε μαζί. Λίγες ημέρες όμως πριν από τη συναυλία, η Δήμητρα μαθαίνει ότι το συγκρότημα αρέσει πολύ και στην αγαπημένη της φίλη από το σχολείο.
Τους τελευταίους μήνες η κυβερνητική πλειοψηφία βασίζεται στην ευκαιριακή σύμπραξη του σταθερού μείζονος κυβερνητικού εταίρου με κάποιους βουλευτές της διασποράς, ήτοι βουλευτές που αποσκίρτησαν από τα κόμματά τους και επέλεξαν να στηρίξουν την παρούσα Κυβέρνηση. Κάποιοι εξ αυτών έχουν ριζικά διαφορετικές ιδεολογικές αναφορές από τον μείζονα κυβερνητικό εταίρο, διαφωνώντας σε βασικά ζητήματα.
«Η Ελλάδα είναι γεμάτη από διαφορετικές απόψεις. Είναι μία παθιασμένη σύνθεση επιχειρημάτων. 11 εκατομμύρια πολίτες, 11 εκατομμύρια πρωθυπουργοί, 11 εκατομμύρια Μεσσίες και προφήτες, όλοι φωνάζουν με όλη τη δύναμη της φωνής τους, κανείς ποτέ δεν ακούει… Αγαπώ όμως την Ελλάδα ακόμη και τις στιγμές που δεν μου αρέσει, ακόμη και όταν δεν την αντέχω… Η χώρα είναι βαθιά διαιρεμένη. Ευτυχώς, όμως, δεν είναι διαιρεμένη με βάση μία και μόνη διαχωριστική γραμμή, αλλά με βάση διάφορες, διασταυρούμενες διαχωριστικές γραμμές.
Στην Εισηγητική Έκθεση της Συνταγματικής Επιτροπής επί του Σχεδίου Συντάγματος του 1975 αναφέρονταν τα ακόλουθα: «Η αναθεώρησις αποφασίζεται μόνον υπό της Βουλής, κατόπιν προτάσεως 50 τουλάχιστον Βουλευτών και διά πλειοψηφίας των 3/5 του όλου αριθμών αυτών, εις 2 ψηφοφορίας, αφισταμένας κατά ένα τουλάχιστον μήνα. Διά της αποφάσεως ταύτης καθορίζονται και αι αναθεωρητέαι διατάξεις.
«Είχα ακουστά για μια σπάνια αρρώστεια του εγκεφάλου. Ονομάζεται σύνδρομο του Μπαλίντ. Ψυχική παράλυση της ματιάς αφού η όραση και τα νεύρα που κινούν τα μάτια, όλα είναι ακέραια. Αλλά τα μάτια καρφώνονται κάπου και τίποτα άλλο δεν μπορούν να δουν. Παρά μια κουκκίδα από ολόκληρο τον κόσμο και τίποτα πιο εκεί σα να έχει ανεπανόρθωτα χαθεί η προσοχή. Προς την θέα της ζωής.»
Το 1970 ο θρυλικός Marvin Gaye αποφασίζει να κάνει μία σημαντική στροφή στην καριέρα του, περνώντας από το ελαφρύ -αλλά πετυχημένο- σόουλ ρεπερτόριο στον πολιτικο-κοινωνικό στίχο, στον στίχο διαμαρτυρίας. Και έτσι, το 1971 εκδίδει το άλμπουμ “What’s going on”, απ’ όπου και το ομώνυμο τραγούδι.
Ο διευθυντής της δισκογραφικής του (Motown) αρνήθηκε αρχικά να βγάλει έναν τέτοιο δίσκο, λέγοντας στον Gaye ότι αυτή θα ήταν μία εξαιρετικά παράτολμη κίνηση εκείνη την εποχή (“Marvin, don’t be ridiculous.
Η πρόσφατη καταδίκη της καθαρίστριας του Δήμου Βόλου σε μία εξοντωτική ποινή κάθειρξης –ποινή φανερά δυσανάλογη προς το διαπραχθέν αδίκημα– δικαίως προκάλεσε γενική κατακραυγή. Η κοινή γνώμη δεν ασχολήθηκε τόσο με το αν επρόκειτο για άδικο νόμο ή άδικη εφαρμογή του· εκείνο που μέτρησε ήταν το άδικο αποτέλεσμα, το οποίο ήρθε σε ευθεία αντίθεση με το αίσθημα δικαιοσύνης των πολιτών.