Το φαινόμενο του δικαστικού ακτιβισμού, που μας απασχολεί τελευταία με αφορμή τις δικαστικές αποφάσεις περί αναδρομικών, δεν είναι καινούριο, ούτε μόνον ελληνικό. Απασχολεί εδώ και δεκαετίες διάφορες έννομες τάξεις ανά τον κόσμο, πρόσφατα δε εντονότερα τις έννομες τάξεις χωρών της Ευρωζώνης που επλήγησαν από την οικονομική κρίση (λ.χ. Πορτογαλία).
«Ο τρόπος εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, η επιλογή της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων, ο χωρισμός Εκκλησίας-Κράτους και η δυνατότητα ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων είναι τα κύρια ζητήματα που έχουν απασχολήσει τη Βουλή κατά τη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος». Τα λόγια αυτά θα μπορούσαν να περιγράφουν τις εξελίξεις των προσεχών μηνών, προέρχονται ωστόσο από το «Βήμα της Κυριακής»
Κατά τις προηγούμενες δεκαετίες μεμονωμένοι πολιτικοί, πανεπιστημιακοί και τεχνοκράτες προειδοποιούσαν στη χώρα μας για το σοβαρό πρόβλημα του δημοσίου χρέους. Ωστόσο, το πολιτικό σύστημα και το μεγαλύτερο τμήμα της κοινωνίας δεν ήθελαν να ακούσουν για τις συνέπειες του αλόγιστου δανεισμού και το ενδεχόμενο θέσης της χώρας υπό καθεστώς διεθνούς επιτροπείας.
Σε αρκετές χώρες γεννάται πλέον ο φόβος ότι η δημοκρατία κινδυνεύει σοβαρά, εκλαμβανόμενη από ορισμένους πολιτικούς απλώς ως μέσο για την κατάκτηση της εξουσίας και εν συνεχεία για την εκ των έσω υπονόμευση των δημοκρατικών θεσμών και την εγκαθίδρυση ενός αυταρχικού καθεστώτος.
Η κοινωνική κινητικότητα είναι πρωταρχικό ζητούμενο σε μία σύγχρονη δίκαιη κοινωνία. Η δυνατότητα, όμως, για κοινωνικο-οικονομική ανέλιξη επηρεάζεται καθοριστικά από τη θέση αφετηρίας μας, το οικογενειακό μας περιβάλλον και την πρόσβαση που έχουμε στο ύψιστο αγαθό της εκπαίδευσης. Γι’ αυτό και σημαντικό πολιτικό πρόταγμα αποτελεί η εξασφάλιση ίσων ευκαιριών, έτσι ώστε τα άτομα να ξεκινούν, στο μέτρο του εφικτού, από την ίδια γραμμή αφετηρίας
Μία ημέρα μόλις μετά το πρωθυπουργικό διάγγελμα περί «εξόδου από τα μνημόνια» δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ η Απόφαση 2018/1192 της Επιτροπής, με την οποία η Ελλάδα υπήχθη σε καθεστώς «ενισχυμένης εποπτείας» (επί τη βάσει του Κανονισμού 472/2013), συγχρόνως δε αποφασίσθηκε η λήξη της χρηματοδοτικής συνδρομής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM). Όλα αυτά, μάλιστα, έγιναν με τη σύμφωνη γνώμη της Ελληνικής Κυβερνήσεως.
Κατά την προεκλογική περίοδο, οι αρχηγοί των κομμάτων ζητούν επιτακτικά «να τους εμπιστευτούμε, να τους δώσουμε τη δύναμη να αλλάξουν τα πράγματα, να τους αναθέσουμε την ευθύνη της διακυβέρνησης». Μόλις αυτό συμβεί, ο νικητής των εκλογών ευχαριστεί το εκλογικό σώμα για την εμπιστοσύνη, διακηρύσσοντας συγχρόνως ότι «γνωρίζει καλά πόσο βαριά είναι η ευθύνη που αναλαμβάνει, δεσμεύεται ωστόσο ότι δεν θα διαψεύσει την εμπιστοσύνη των πολιτών».
Ο Καθηγητής Σταύρος Τσακυράκης υπήρξε υπόδειγμα ήθους, ακεραιότητας, δημόσιας στάσης. Το παράδειγμά του ασκούσε και θα ασκεί απροσμάχητη επιρροή σε συνομήλικους και νεότερους. Ακόμη κι αν τον γνώριζε κανείς λίγο, αυτό ήταν πολύ· το λίγο από εκείνον ήταν πάντα πολύ.
Διέθετε έναν πυρήνα αξιοπρέπειας, αρχών και αξιών αδιαπραγμάτευτο, ο οποίος έμεινε μάλιστα αλώβητος μέσα στον χρόνο.
Η προεδρία Τραμπ προκάλεσε ευθύς εξαρχής έντονη ανησυχία, εντός και εκτός ΗΠΑ. Η ανησυχία καθ’ όλα εύλογη: ο πρόεδρος των ΗΠΑ συχνά-πυκνά αδιαφορεί για θεμελιώδη δικαιώματα, δείχνει έλλειψη σεβασμού στους θεσμούς και ιδίως τη δικαστική εξουσία, αλλά και χρησιμοποιεί έναν πρωτόγνωρα αμετροεπή πολιτικό λόγο.
Στην πολιτική δεν είναι σπάνιο να αθετούνται προεκλογικές υποσχέσεις ή να ανακαλούνται, εν όλω ή εν μέρει, βασικές προγραμματικές εξαγγελίες. Αυτό μπορεί να συμβεί, κατά βάσιν, είτε επειδή μετά την ανάληψη της εξουσίας επέρχονται απρόβλεπτα γεγονότα που ανατρέπουν εκ βάθρων τους αρχικούς σχεδιασμούς, είτε επειδή ο σχηματισμός που αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση αγνοούσε, ανυπαίτια, την πραγματική κατάσταση που παρέλαβε.