Σε μία ευρεία νομοθετική μεταρρύθμιση οι μεταβατικές διατάξεις έχουν μεγάλη πρακτική σημασία. Πρόκειται για διατάξεις που διατηρούν παλαιές ρυθμίσεις εν ισχύι για ένα εύλογο χρονικό διάστημα μετά τη δημοσίευση του νέου νόμου στο ΦΕΚ. Με τις μεταβατικές διατάξεις επιδιώκεται μία όσο το δυνατόν ομαλότερη και δικαιότερη μετάβαση στο νέο νομοθετικό πλαίσιο, σκοπείται δε ιδίως η αποφυγή αιφνιδιασμού των προσώπων των οποίων το νομικό καθεστώς ή οι δικαιολογημένες προσδοκίες επηρεάζονται, άμεσα ή έμμεσα, από τις νέες ρυθμίσεις, σύμφωνα με την αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου.
Βασικός σκοπός μιας μεταρρύθμισης στο πεδίο των ΑΕΙ δεν είναι απλώς να κάνει καλύτερα τα πανεπιστήμιά μας, αλλά πολύ περισσότερο να διορθώσει σοβαρές και χρόνιες παθογένειες ή στρεβλώσεις, οι οποίες αποτελούν τροχοπέδη στην αποτελεσματική λειτουργία και την ανάπτυξή τους. Η απλή βελτίωση μπορεί να έρθει, για παράδειγμα, με ενίσχυση της χρηματοδότησης, με μεμονωμένες νομοθετικές παρεμβάσεις ή ως απόρροια πρωτοβουλιών των ίδιων των ΑΕΙ κατ’ ενάσκηση της (συνταγματικώς κατοχυρωμένης) αυτοδιοίκησής τους. Μία εκ βάθρων αναθεώρηση του θεσμικού πλαισίου καθίσταται επιβεβλημένη, όταν διαπιστώνεται ότι το ισχύον πλαίσιο προκαλεί σοβαρές παθογένειες. Αυτές οι παθογένειες μπορούν, κατά τη γνώμη μας, να εντοπιστούν σε μία κεντρική παράμετρο, η οποία και αποτελεί το διακύβευμα όλων σχεδόν των πρόσφατων προσπαθειών για μεταρρύθμιση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση: πρόκειται για τη θεμελιακή σύγκρουση μεταξύ δημοσίου συμφέροντος και ατομικών ή συντεχνιακών συμφερόντων.
Όσο μεγαλώνει κανείς, γίνεται όλο και πιο δύσκολο να διατηρήσει την παρρησία του στον δημόσιο διάλογο. Κι αυτό γιατί με τον χρόνο αυξάνονται κυρίως οι κοινωνικές και επαγγελματικές εξαρτήσεις. Έτσι, αποφεύγει κανείς να συγκρουστεί, να πει δυσάρεστες αλήθειες, να στηλιτεύσει νοσηρά φαινόμενα, να πικράνει φίλους και γνωστούς, να γκρεμίσει γέφυρες στο κοινωνικό και το επαγγελματικό του περιβάλλον. Η κοινωνική μοναξιά και ο χαρακτηρισμός του «sui generis» φοβίζουν. Αλλά υπάρχουν και ορισμένοι δημόσιοι διανοητές –δυστυχώς πολύ λίγοι πλέον– που το μπορούν, που σηκώνουν αυτό το βάρος.
Η υφυπουργός εργασίας και κοινωνικών υποθέσεων Δόμνα Μιχαηλίδου είναι μία νέα και δραστήρια πολιτικός, που θέλει πραγματικά να αφήσει έργο – και πολύ καλά κάνει. Με μία πρόσφατη Υπουργική Απόφασή της επιχειρεί να βάλει τάξη και κανόνες σε έναν πολύ ευαίσθητο χώρο, αυτόν των ορφανοτροφείων. Και είναι ευαίσθητος ο χώρος αυτός, ακριβώς επειδή αφορά σε παιδιά, την τύχη τους και τις συνθήκες διαβίωσής τους. Δυστυχώς, κατά καιρούς βλέπουν το φως της δημοσιότητας διάφορα θλιβερά περιστατικά παιδικής κακοποίησης στις δομές αυτές (βλ. λ.χ. το ορφανοτροφείο Αττικής). Η Πολιτεία δεν μπορεί να παραμένει απαθής.
Το ερώτημα πλανάται στην ατμόσφαιρα όλο και πιο έντονα τις τελευταίες ημέρες. Παρά την αρχική άμεση αντίδραση απέναντι στη ρωσική εισβολή και την ανάληψη γενναίων πρωτοβουλιών από πλευράς της γερμανικής κυβέρνησης, η στάση της πλέον στο ζήτημα του ρωσο-ουκρανικού πολέμου μοιάζει όλο και πιο επαμφοτερίζουσα, με τον σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο Όλαφ Σολτς να αμφιρρέπει και να διστάζει να περάσει σε πιο δραστικά μέτρα στήριξης της αμυνόμενης Ουκρανίας. Η διστακτικότητα αυτή φαίνεται να οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στις εκλεκτικές συγγένειες σημαντικού μέρους του πολιτικού συστήματος της Γερμανίας και κυρίως στελεχών του κόμματος των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) με τη Μόσχα. Οι συγγένειες αυτές δεν αφορούν προφανώς μόνον στο πολιτικό κατεστημένο της χώρας, αλλά επεκτείνονται και στο επιχειρηματικό κατεστημένο, προεχόντως λόγω της σοβαρής ενεργειακής εξάρτησης της Γερμανίας από τη Ρωσία.
Είναι αλήθεια ότι η χώρα μας σε ιστορικές στιγμές βρέθηκε στη λεγόμενη «σωστή πλευρά της ιστορίας». Σε μία σειρά από κρίσιμα ιστορικά σταυροδρόμια οι πολιτικές ηγεσίες έκαναν τις σωστές επιλογές και εξασφάλισαν στη χώρα ένα καλύτερο μέλλον. Οι αλλεπάλληλες σωστές αυτές επιλογές ενέταξαν την πατρίδα μας στον κύκλο των πιο προηγμένων χωρών στον κόσμο και στις ισχυρότερες διεθνείς συμμαχίες. Ακόμη και σήμερα, παρά τις απανωτές κρίσεις και τη σημαντική πτώση του βιοτικού επιπέδου, η Ελλάδα παραμένει μία δυτική χώρα που έχει να επιδείξει πολλαπλά επιτεύγματα.
Ωστόσο, η εκάστοτε επιλογή της σωστής πλευράς της ιστορίας συχνά δεν έγινε υπό συνθήκες πολιτικής και κοινωνικής σύμπνοιας…
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και οι πολιτικοί συνασπισμοί που δημιουργούνται διεθνώς ανακλούν πράγματι μία ευρύτερη, ιστορική ίσως, αντιπαράθεση μεταξύ των φιλελεύθερων δημοκρατιών και διαφόρων αυταρχικών καθεστώτων ανά τον κόσμο που αμφισβητούν βασικές αξίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Κατά κύριο λόγο, αμφισβητούν την αξία και την αναγκαιότητα των δημοκρατικών διαδικασιών, βασικών πολιτικών και ατομικών ελευθεριών, όπως η ελευθερία του λόγου, καθώς και την ανάγκη για κρατική ουδετερότητα σε θεμελιώδη βιοτικά ζητήματα, όπως προεχόντως η θρησκευτική πίστη ή ο σεξουαλικός προσανατολισμός…
Όπως πολλοί της γενιάς μου, μεγάλωσα διαβάζοντας και αγαπώντας, σχεδόν βιωματικά, τη ρωσική λογοτεχνία, κι ακούγοντας επίσης τους μεγάλους Ρώσους κλασικούς συνθέτες. Θαύμασα και εγώ τον ηρωισμό του ρωσικού λαού, που με βαρύτατο φόρο αίματος έδωσε την αποφασιστική μάχη κατά του ναζισμού και έγραψε μια από τις σημαντικότερες σελίδες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στη μάχη του Στάλινγκραντ. Πώς όμως ο πραγματικά περήφανος ρωσικός λαός ανέχεται έναν αυταρχικό κι άφρονα ηγέτη, όπως ο Πούτιν, και τον ιστορικό αναθεωρητισμό του, που ήδη προκαλεί αιματοχυσία στην Ευρώπη και απειλεί με ακόμη μεγαλύτερη στο εγγύς μέλλον;
Υπάρχει μια διαδεδομένη άποψη (στη χώρα μας αλλά και διεθνώς) που λέει ότι δεν πειράζει που κάποιοι ηγέτες και καθεστώτα είναι αυταρχικά και πορεύονται με τους δικούς τους όρους – βλ. κυρίως Ρωσία και Τουρκία. Πρέπει να τους ακούσουμε, ίσως και να τους κατανοήσουμε. Επίσης, σύμφωνα με την ίδια άποψη, ζητήματα αρχής και ιδίως προστασίας ατομικών και πολιτικών ελευθεριών πρέπει να υποχωρούν μπροστά στην ανάγκη διατήρησης ισορροπιών και αδιατάρακτων εμπορικών σχέσεων.
Ποιο είναι εκείνο το σημείο που κατά την αντιμετώπιση της πανδημίας έχει προκαλέσει, μέχρι στιγμής, τις σοβαρότερες κοινωνικές και πολιτικές εντάσεις; Νομίζω ότι είναι πλέον ευδιάκριτο: η αίσθηση, δικαιολογημένη ή μη, ότι σε κάποιες περιπτώσεις, κατά την επιβολή των περιοριστικών ή άλλων μέτρων, δεν τηρήθηκε ίσο μέτρο μεταχείρισης διαφόρων κατηγοριών πολιτών ή δραστηριοτήτων. Γνώριμη η επωδός: «γιατί εκείνοι μπορούν να πράττουν το Χ και εμείς όχι το Υ, τη στιγμή που πρόκειται για παρόμοιες δραστηριότητες;»