Είναι ίσως νωρίς ακόμη για ασφαλή συμπεράσματα. Ωστόσο, κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση του συνολικού εκλογικού αποτελέσματος της Κυριακής φαίνεται ήδη ότι έπαιξαν δύο κυρίως παράγοντες, ενεργοποιώντας στο εκλογικό σώμα ανακλαστικά αντίθετα από αυτά που μάλλον ανέμεναν η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός: αφενός μεν (α) η κυβερνητική επιμονή στο να «(ξανα)βαφτεί όλη η Ελλάδα μπλε» και να κερδίσει η ΝΔ τις 13 περιφέρειες και τους 3 μεγάλους δήμους της χώραςꞏ αφετέρου δε (β) η εξάρτηση, από υπουργικά χείλη, της πορείας υλοποίησης κυβερνητικών εξαγγελιών και πολιτικών από την ψήφο των εκλογέων.
Η πρώτη θέση μπορεί μεν να εξέφραζε έναν θεμιτό κατ’ αρχήν πολιτικό στόχο. Εν τούτοις, μετά την πρόσφατη άνετη επικράτηση της ΝΔ στις εθνικές εκλογές, έφερε εμφανή στοιχεία αλαζονείας, ιδίως δε ενόψει του αυτοδιοικητικού χαρακτήρα των εκλογών της Κυριακής. Εύλογα, δηλαδή, μπορεί να διερωτήθηκαν αρκετοί πολίτες για ποιον λόγο ένα φιλελεύθερο κόμμα να επιδιώκει καθολική-συντριπτική επικράτηση και στον αυτοδιοικητικό χώρο, αποβλέποντας στον έλεγχο όλων των περιφερειών και των τριών μεγάλων δήμων της χώρας. Η επαναλαμβανόμενη αξίωση για πολιτική ηγεμονία δεν μπορεί παρά να προβλημάτισε ένα τμήμα των ψηφοφόρων. Η δεύτερη θέση περί διασύνδεσης κυβερνητικών πολιτικών με τη συμπεριφορά των εκλογέων –η οποία, υπό διαφορετικές εκδοχές, διατυπώθηκε από δύο υπουργούς της κυβερνήσεως– συνιστά μία απαράδεκτη, πολιτικά και θεσμικά, προεκλογική «προειδοποίηση», προεχόντως σε σχέση με τους πλημμυροπαθείς της περιφέρειας Θεσσαλίας. Ακόμη δε και αν παρέβλεπε κανείς τον βαθιά προβληματικό χαρακτήρα της διασύνδεσης αυτής σε επίπεδο αρχής, θα έπρεπε να υπάρξει εδώ κάποιο φρένο από τη στενή οπτική του κομματικού συμφέροντος. Το ότι δεν λειτούργησαν εδώ κάποια τέτοια ανακλαστικά πολιτικής αυτοπροστασίας και δεν υπήρξε καθαρό μυαλό μαρτυρεί ακόμη εντονότερα μία προϊούσα αλαζονεία στο κυβερνητικό στρατόπεδο. Η στάση αυτή ίσως και να ήταν αναμενόμενη εξαιτίας του αποτελέσματος των εθνικών εκλογών. Αποτελεί, πάντως, ένα σοβαρό ζήτημα που θα πρέπει να απασχολήσει το κυβερνών κόμμα και τα κυβερνητικά στελέχη. Στην πολιτική σκηνή δεν είναι μόνοι, υπάρχει και άλλος κόσμος πάνω σ’ αυτήν, που περιορίζει τον ελεύθερο διαθέσιμο χώρο.
Πιο σημαντικό όμως είναι, τα αλαζονικά αυτά χαρακτηριστικά να υποχωρήσουν για το καλό του τόπου. Για να παραχθεί ουσιαστικό έργο προς όφελος των πολιτών, δεν μπορεί να αποτελεί προτεραιότητα μιας κυβερνητικής πλειοψηφίας η καθολική της επικράτηση σε κάθε κάλπη και η εξαέρωση οποιουδήποτε πολιτικού αντιπάλου. Η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών δεν ενδιαφέρεται για την παντοδυναμία ενός πολιτικού χώρου, αλλά για την επίλυση των προβλημάτων τους και την προκοπή της πατρίδας. Στο πλαίσιο αυτό, η κυβέρνηση θα πρέπει (να μάθει) να συνεννοείται και να συνεργάζεται και με τους πολιτικούς της αντιπάλους, είτε σε εθνικό είτε σε αυτοδιοικητικό επίπεδο. Πολύ περισσότερο δε, θα πρέπει να συμβιβαστεί με το –απολύτως υγιές και επιβεβλημένο σε μία δημοκρατική χώρα– ενδεχόμενο συγκρότησης, κάποια στιγμή, ενός σοβαρού και ισχυρού αντιπολιτευτικού πόλου (που ακόμη, ωστόσο, δεν υπάρχει).
Τα πολιτικά αντίβαρα είναι αναγκαία σε κάθε περίπτωση, καθώς, ως γνωστόν, η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα (Λόρδος Άκτον). Ο έλεγχος των κυβερνητικών πεπραγμένων, ιδίως ως προς την τήρηση των κυβερνητικών δεσμεύσεων, τη στελέχωση των δημοσίων θέσεων καθώς και τη διαχείριση του δημοσίου χρήματος, είναι απαραίτητος. Λογοδοσία, διαφάνεια, μηχανισμοί ελέγχου της πλειοψηφίας σε όλα τα επίπεδα είναι εκ των ων ουκ άνευ συστατικά μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας. Και αυτές τις θεμελιώδεις επιταγές δεν μπορεί να τις παραβλέψει καμία κυβερνητική πλειοψηφία, όσο ισχυρή και αν αισθάνεται.
[Δημοσιεύτηκε στα Νέα της 21.10.2023]