«Κώστα, φοβάμαι το μέλλον της Ευρώπης. Η δική μας γενιά που έζησε τη φρίκη του πολέμου φεύγει. Οι επόμενες γενιές δεν θα έχουν βιώσει αυτή τη φρίκη, οπότε δεν θα έχουν τη σταθερά να παλέψουν γι’ αυτό που πρέπει…» Αυτό θρυλείται ότι είπε, αρχές δεκαετίας του 1990, ο γερμανός καγκελάριος Χέλμουτ Κολ στον τότε έλληνα πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Οι εξελίξεις των τελευταίων ετών φαίνεται να δικαιώνουν την ανησυχία του Κολ. Η πολιτική σκυτάλη έχει περάσει πλέον σε νεότερες γενιές, η βιωματική σχέση με τους πολέμους του 20ού αιώνα υποχωρεί και η αμφισβήτηση του μοντέλου της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της μεταπολεμικής συνθήκης ειρήνης και ευημερίας γνωρίζει διεθνώς ευρεία απήχηση.
Από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, παρά τα σοβαρά ενίοτε σφάλματα, οι δυτικές φιλελεύθερες δημοκρατίες κινήθηκαν σταθερά προς την κατεύθυνση της προόδου, της ενίσχυσης των δικαιωμάτων, της αναγνώρισης περισσότερων ελευθεριών. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και του κομμουνισμού έδωσε μία πρόσθετη ώθηση προς την παραπάνω κατεύθυνση. Παρά δε τις αιματηρές συγκρούσεις ιδίως στα Βαλκάνια, κατά τη δεκαετία του 1990, η ΕΕ έγινε πράγματι μία περιοχή ειρήνης, σταθερότητας και ευημερίας.
Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες, το φιλελεύθερο μοντέλο σε ΕΕ και ΗΠΑ υφίσταται σοβαρούς κλυδωνισμούς. Τούτο οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 –που κατέδειξε την ανάγκη ύπαρξης ισχυρών ελεγκτικών μηχανισμών στις αγορές–, τις οικονομικές κρίσεις των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου, τις χαίνουσες οικονομικές ανισότητες, τις αναπτυξιακές διαφοροποιήσεις μεταξύ αστικών κέντρων και περιφερειών, την εκτεταμένη φοροαποφυγή από πλευράς του μεγάλου πλούτου, κ.ά. Τέτοιοι παράγοντες, σε συνδυασμό προεχόντως με τη διάχυτη παραπληροφόρηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τις έντονες μεταναστευτικές ροές των τελευταίων ετών, έδωσαν διεθνώς την ευκαιρία σε λαϊκιστές κάθε απόχρωσης να βγουν στο προσκήνιο, να υποδυθούν τους «αντισυστημικούς» και να αμφισβητήσουν το φιλελεύθερο μοντέλο αλλά και τη μεταπολεμική συνθήκη ειρήνης και ευημερίας.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες φτάσαμε στο Brexit, αλλά και στη σταδιακή εγκαθίδρυση διάφορων αντιφιλελεύθερων καθεστώτων στην ΕΕ (βλ. κυρίως Ουγγαρία), που μοιάζουν να ακολουθούν τα χνάρια των Πούτιν και Ερντογάν. Αλλά και εκτός ΕΕ, στις ΗΠΑ (βλ. Τραμπ) και τη Λατινική Αμερική (βλ. Μπολσονάρο) ο ανερμάτιστος πολιτικός λόγος εξασφάλισε κυβερνητικές πλειοψηφίες. Η ατζέντα είναι σαφής: περιλαμβάνει ακραία ρητορική (ρατσιστική, ομοφοβική ή άλλη), καλλιέργεια κλίματος εχθροπάθειας, απόλυτη δαιμονοποίηση των πολιτικών αντιπάλων, ευθείες επιθέσεις στη Δικαιοσύνη και την ελευθερία του Τύπου, κ.ά. Φαινόμενα υπονόμευσης της φιλελεύθερης δημοκρατίας βιώνουμε δυστυχώς τα τελευταία χρόνια και στη χώρα μας: εμφανίστηκαν δυναμικά με την οικονομική κρίση και την πολιτική ώσμωση των «δύο πλατειών», ενώ στις ημέρες μας παρατηρείται μία ανησυχητική διάβρωση βασικών πυλώνων του κράτους δικαίου, όπως οι Ανεξάρτητες Αρχές.
Σε όλα τα παραπάνω προστίθενται και τα διάφορα πολεμικά μέτωπα ανά τον πλανήτη: από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία μέχρι την πρόσφατη ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή. Είχε ίσως κανείς την ψευδαίσθηση ότι τα τραγικά παθήματα του 20ού αιώνα θα εξακολουθούσαν να μας ασκούν μία παιδευτική επίδραση, έτσι ώστε να επιζητούμε την ορθολογική συνεννόηση και όχι τη σύγκρουση. Ασφαλώς, δεν ζούμε σε κοινωνία αγγέλων. Τα γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα πάντοτε επηρεάζουν τις διεθνείς εξελίξεις, η σπάνις των πόρων θα συνεχίσει να προκαλεί συγκρούσεις, η κλιματική κρίση θα εντείνει τους ανταγωνισμούς, ενώ ο θρησκευτικός φανατισμός δεν θα πάψει να αποτελεί διεθνώς αιτία σοβαρών εντάσεων. Βαδίζουμε, όμως, τώρα σε μία επικίνδυνη κλιμάκωση;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό προφανώς δεν είναι εύκολη. Υπάρχουν, πάντως, κάποια ιδιαίτερα ανησυχητικά σημάδια στον ορίζοντα. Μοιάζει σαν να μας έχει κουράσει η μεταπολεμική συνθήκη ειρήνης και το μοντέλο της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Σαν να ατονούν οι προσπάθειες για συνεννόηση και δικαιοσύνη. Σαν να εξασθενεί η έγνοια για το κοινό μέλλον. Οι ετερόκλιτοι υποστηρικτές αυταρχικών καθεστώτων και ιδεών αυξάνονται. Φιλοπόλεμες ή μισαλλόδοξες διακηρύξεις κερδίζουν τη συμπάθεια μεγάλων ακροατηρίων. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι στη Γερμανία, μετά την αποχώρηση της γενιάς του πολέμου, η ακροδεξιά «Εναλλακτική για τη Γερμανία» επελαύνει πολιτικά. Μάλλον οι φόβοι του Χέλμουτ Κολ ήταν δικαιολογημένοι.
Ο τελευταίος των μεγάλων της μεταπολεμικής συνθήκης παραμένει ο αμερικανός πρόεδρος Μπάιντεν. Έχει, ωστόσο, να αντιμετωπίσει στην πατρίδα του τους επικίνδυνους αντιφιλελεύθερους λαϊκιστές, τους Ρεπουμπλικανούς, όπως τους διαμόρφωσε τα τελευταία χρόνια ο Τραμπ. Οι πολιτικές μάχες που θα δώσουν το επόμενο διάστημα οι αμερικανοί Δημοκρατικοί μάς αφορούν όλους και θα επηρεάσουν, σε σημαντικό βαθμό, την περαιτέρω πορεία της φιλελεύθερης δημοκρατίας στον κόσμο.
[Δημοσιεύτηκε στο Βήμα της Κυριακής 19.11.23, Νέες Εποχές]